Γύρισα σπίτι στις εννιά το βράδυ. Είχα μια δύσκολη μέρα. Επαγγελματικά ραντεβού, σκέψεις και προβληματισμοί. Η ψυχολογία μου είχε κλονιστεί. Πήγα το σκυλί βόλτα. Γύρισα και έφτιαξα μια σαλάτα με τόνο. Την έφαγα. Κάθισα στο γραφείο να συνεχίσω το βιβλίο που διάβαζα. “Το στρίψιμο της βίδας” του Henry James. Η πόρτα άνοιξε και μπήκε η Α. Μου είπε πως είχε μια δύσκολη μέρα στη δουλειά. Της απάντησα το ίδιο. Μου πρότεινε να πάμε για μια μπύρα έξω να χαλαρώσουμε. Της είπα πως δεν είχα όρεξη για μπύρα. Μου πρότεινε να πάμε για ένα ποτήρι κρασί σε εκείνο το μαγαζί που είχα αναφέρει πως ήθελα να επισκεφτώ. Μου φάνηκε καλή ιδέα. Έκλεισα το βιβλίο, πήρα τα κλειδιά του αυτοκινήτου και φύγαμε. Οδήγησα λίγα λεπτά. Βρήκα και πάρκαρα κοντά στο μαγαζί. Περπάτησα λίγα μέτρα και πρόσεξα πως βρισκόμουν πίσω από τον Άι Διονύση. Ψέλλισα κάποιους στίχους από ένα παλιό τραγούδι που θυμήθηκα. Η Α. χαμογέλασε. Της ανταπέδωσα το χαμόγελο. Φτάσαμε στην είσοδο και μπήκαμε μέσα. Μια τύπισσα με πλησίασε και με ρώτησε αν είχαμε κάνει κράτηση. Της είπα όχι. Μου είπε πως θα έπρεπε να κάτσουμε στο μπαρ. Την ενημέρωσα πως εκεί θα καθόμουν ούτως ή άλλως. Την προσπέρασα και προχώρησα προς το μπαρ. Έβγαλα το μπουφάν και έκανα να βολευτώ στο σκαμπό. Ο μπάρμαν φώναξε το όνομά μου. Σήκωσα το βλέμμα. Η Α. με ρώτησε αν τον γνώριζα. Της απάντησα καταφατικά. Δουλεύαμε μαζί πριν χρόνια σε κάποιο μπαρ. Η Α. σχολίασε πως έχω παντού γνωστούς. Εγώ σχολίασα πως αυτός είναι ο λόγος που αποφεύγω να βγαίνω. Ο μπάρμαν βγήκε έξω από την μπάρα και με πλησίασε. Τον άφησα να με αγκαλιάσει. Απάντησα στις ερωτήσεις του. Εγώ δεν του έκανα καμία. Του ζήτησα τον κατάλογο των κρασιών. Μου τον έδωσε. Δεν σύμφερε να πάρω ποτήρι και παρήγγειλα ένα μπουκάλι ροζέ. Μας το έφερε. Το άνοιξε. Μας σέρβιρε δυο ποτήρια. Δοκίμασα. Ήταν καλό. Τσούγκρισα και ήπια ξανά. Περιπλάνησα το βλέμμα μου στον χώρο. Κάποιο χέρι από ένα μακρινό τραπέζι ήταν σηκωμένο. Μου έκανε νόημα. Προσπάθησα να εστιάσω. Ένα τραπέζι με συγγενείς μου και κάποιους γνωστούς βρίσκονταν σε απόσταση δέκα μέτρων. Σηκώθηκα και πήγα να χαιρετήσω. Χαιρετηθήκαμε, αγκαλιαστήκαμε, φιληθήκαμε. Γύρισα στο μπαρ ήπια το ποτήρι μου και έβαλα άλλο ένα. Ένα πλατό με τυριά και αλλαντικά κατέφτασε μπροστά μου. Ο μπάρμαν με ενημέρωσε πως ήταν κερασμένο από εκείνον. Τον ευχαρίστησα και δοκίμασα λίγο τυρί. Ήταν καλό. Συνεχίσαμε να πίνουμε και να ξαναγεμίζουμε τα ποτήρια μας. Ένα κουαρτέτο εμφανίστηκε και άρχιζε να τραγουδάει και να μιλάει με τους πελάτες. Είχε θεματική βραδιά. Δυσανασχέτησα. Γύρισα την πλάτη μου για να αποφύγω τυχόν συμμετοχή μου στο show. Οι γνωστοί και οι συγγενείς κάθε τόσο ερχόντουσαν από το μέρος μας. Ανταλλάζαμε κουβέντες. To show τελείωσε. Kαι μαζί με αυτό και το μπουκάλι. Σκέφτηκα να φύγω. Η DJ άρχισε να παίζει μουσική του παρελθόντος. Κάθισα και παρήγγειλα άλλα δύο ποτήρια ροζέ. Κατέβαινε σαν νεράκι. Μιλούσαμε με την Α. και που και που λικνιζόμασταν και στον ρυθμό της μουσικής. Παρήγγειλα άλλο ένα ροζέ. Ο μπάρμαν έφερε δύο. Τα ήπιαμε και αυτά. Τα φώτα άναψαν. Ζήτησα τον λογαριασμό. Μου τον έφεραν. Άφησα φιλοδώρημα στον μπάρμαν και τον χαιρέτησα. Προχωρώντας προς στην έξοδο χαιρέτησα και όλους τους συγγενείς και γνωστούς. Βγήκαμε έξω. Η Α. είπε πως έχει πιει. Εγώ είπα πως ήμουν καλά. Μπήκαμε στο αμάξι και ξεκίνησα. Βγήκα στο λιμάνι και μετά έκανα αριστερά να πάω προς το σπίτι. Πέντε αστυνομικοί μου έκλεισαν τον δρόμο. Σταμάτησα. Άνοιξα το παράθυρο. Μου είπε να φυσήξω. Φύσηξα. Με ρώτησε αν έχω πιει. Του είπα δύο με τρία ποτήρια κρασί. Είχα πιει πέντε. Περίμενα λίγα δευτερόλεπτα να βγει το αποτέλεσμα. Ήμουν στο όριο. Μου είπε να κάνω δεξιά στο στενό και να περιμένω. Έκανα δεξιά και περίμενα. Ξανά ήρθε κοντά μου. Τώρα κρατούσε ένα άλλο μηχάνημα με καλαμάκι. Μου είπε να φυσήξω ξανά. Φύσηξα. Το μηχάνημα έβγαλε 0,25. Tόσο ήταν το όριο. Νόμιζα πως την γλίτωσα. Μου είπε θα με ξαναμετρούσε σε δεκαπέντε λεπτά. Τον ρώτησα γιατί έπρεπε να περιμένω εφόσον ήμουν στο όριο. Μου είπε πως έπρεπε να είμαι κάτω από αυτό. Σκέφτηκα να του πω κάτι. Δεν είπα. Χαμογέλασα. Μου πρότεινε να πιω νερό και να φάω σοκολάτα. Του είπα πως δεν είχα μαζί μου. Δεν είπε τίποτα και έφυγε. Η Α. βγήκε από το αμάξι και πήγε μέχρι τη γωνία. Γύρισε με ένα μπουκάλι νερό και μια σοκολάτα. Τα κατανάλωσα και τα δύο. Της ανέφερα πως την τελευταία φορά που έφαγα σοκολάτα για να αποφύγω το πρόστιμο, το μηχάνημα έδειξε χαμηλότερα αλλά με γράψανε ούτως ή άλλως. Βγήκε από το αμάξι και είπε πως θα μου έφερνε τσίχλες. Της είπα πως δεν χρειαζόταν. Δεν με άκουσε κι έφυγε. Καθόμουν στο αυτοκίνητο μόνος. Περίμενα και κάπνιζα. Κάπνιζα και περίμενα. Είδα από τον καθρέφτη πως με πλησίαζε ο αστυνομικός. Μου είπε να ξαναφυσήξω. Ξαναφύσηξα. Γύρισε την οθόνη του μηχανήματος προς το μέρος μου. Η οθόνη έγραφε «Υπολογίζει…». Ο αστυνόμος είπε πως αν ήμουν στο όριο θα έφευγα. Σκέφτηκα να του πω, πως και πριν στο όριο ήμουν αλλά δεν με άφησε. Δεν είπα τίποτα. Η οθόνη έδειξε 0,26. Χαμογέλασα. Μου είπε να τον ακολουθήσω με τα στοιχεία μου. Βγήκα και τον ακολούθησα. Με πλησίασε ένας άλλος. Μου συστήθηκε ως αστυνόμος τάδε. Δεν θυμάμαι το όνομά του. Έδωσα τα χαρτιά σε μια κοπέλα που τα ζήτησε. Ο αστυνόμος τάδε με ενημέρωσε πως θα μου έδιναν πρόστιμο 200 ευρώ γιατί ήμουν πάνω από το όριο. Τον ρώτησα ποιο είναι το όριο. Μου είπε 0,25. Του είπα πως ήμουν στο όριο αλλά δεν με άφησαν να φύγω. Μου είπε η δεύτερη μέτρηση είναι αυτή που έχει σημασία. Του είπα πως στη δεύτερη μέτρηση ήμουν στο όριο. Μου είπε πως έπρεπε να ήμουν κάτω από το όριο. Δεν απάντησα κάτι. Μου είπε πως επειδή είμαι 0,1 μόνο πάνω από το όριο δεν θα μου έπαιρναν το δίπλωμα. Ήθελα να του υπενθυμίσω πως υπήρξα ακριβώς στο όριο. Δεν μίλησα. Περίμενα να πάρω την κλήση. Ο αστυνόμος τάδε απομακρύνθηκε. Η Α. γύρισε με τις τσίχλες. Ο αστυνόμος τάδε με πλησίασε ξανά. Μου είπε να καλέσω κάποιον να πάρει το αμάξι αλλιώς θα πρέπει να πληρώσω και 75 ευρώ στον γερανό που θα το έπαιρνε. Η Ά. είπε θα οδηγούσε εκείνη. Ο αστυνόμος τάδε είπε πως θα έπρεπε πρώτα να φυσήξει. Φύσηξε. Το μηχάνημα έγραψε «Αλκοόλ». Ούτε όρια ούτε τίποτα. Μας είπαν θα φωνάξουν γερανό. Είπα εντάξει. Η Ά. απομακρύνθηκε και άρχιζε να τηλεφωνεί. Γύρισε πίσω και είπε πως θα έρθει η μητέρα της να μας πάρει. Οι αστυνομικοί δυσανασχέτησαν. Περιμέναμε 10 λεπτά. Η μητέρα της ήρθε. Έδωσε τα στοιχεία της και την έβαλαν να φυσήξει. Φύσηξε. Περιμέναμε. Δεν μας έδειξαν το μηχάνημα. Μας είπαν να φύγουμε. Μια αστυνομικός με ρώτησε που μένω. Της είπα. Μειδίασε μόλις κατάλαβε πως έμενα κοντά. Υπέγραψα την κλήση. Πήρα τα χαρτιά μου και φύγαμε. Πήγαμε πρώτα σπίτι της μητέρας της Α. Μετά πήρα το αμάξι εγώ και οδήγησα τριακόσια μέτρα ως το σπίτι μου. Σκέφτηκα πως από κάπου θα εμφανίζονταν ξανά. Σκέφτηκα πως μπορεί να με είχαν ακολουθήσει. Δεν με σταμάτησε κανείς. Πάρκαρα κοντά στην πολυκατοικία. Βγήκαμε και ανεβήκαμε σπίτι. Έβγαλα τα χαρτιά μου από την τσέπη του μπουφάν. Δεν έβρισκα το δίπλωμα. Έψαξα στο παντελόνι. Πουθενά. Κατέβηκα πάλι κάτω. Έψαξα στο αμάξι. Τίποτα. Ανέβηκα πάνω και ξανά έψαξα. Τζίφος. Κατέβηκα κάτω. Έψαξα στο δρόμο. Έψαξα κάτω από αμάξι. Τίποτα. Μπήκα στο αμάξι. Πήγα κάτω από το σπίτι της μητέρας της Α. Έψαξα στο δρόμο. Απογοητεύτηκα και γύρισα πίσω. Ανέβηκα σπίτι. Έβγαλα το μπουφάν και το πέταξα στο πάτωμα. Έβγαλα τα παπούτσια και τα πέταξα στον τοίχο. Φώναξα. Έβρισα. Έκανα να πάω στην τουαλέτα. Κοίταξα κάτω. Το δίπλωμα βρισκόταν στο πάτωμα. Το σήκωσα και το έβαλα στο πορτοφόλι μου. Πήγα τουαλέτα. Βγήκα. Πήγα στο κρεβάτι. Κοίταξα την ώρα. Τέσσερις και δέκα. Ξάπλωσα και κοιμήθηκα στο λεπτό. Ένιωσα το σκυλί κοντά στο πρόσωπό μου. Πεινούσε. Κοίταξα την ώρα. Οκτώ και τριάντα πέντε. Σηκώθηκα και του έβαλα τροφή. Πήγα τουαλέτα. Το κεφάλι μου πονούσε. Βγήκα και έφτιαξα καφέ. Ήπια ένα παυσίπονο. Βγήκα στο μπαλκόνι. Κάποιος γείτονας τραγουδούσε δυνατά ένα λαϊκό σουξέ. Μπήκα μέσα και έκλεισα την πόρτα. Το σκυλί μου με ακολουθούσε κλαψουρίζοντας. Ήπια μια γουλιά καφέ. Του φόρεσα το λουρί και το πήγα βόλτα. Γύρισα και έφτιαξα άλλον καφέ. Άνοιξα το βιβλίο για να διαβάσω. Το έκλεισα. Άνοιξα τον υπολογιστή και άρχισα να γράφω αυτό το κείμενο. Το τελείωσα. Συνειδητοποίησα πως δεν του έχω δώσει τίτλο. Ανέβηκα πάνω-πάνω και στην επικεφαλίδα έγραψα «Στο όριο».
-Δαμιανός Λαουνάρος