Στο γήπεδο

Βρέθηκαν κατά τύχη στα χέρια μου, δύο εισιτήρια για ένα αγώνα ποδοσφαίρου. Το ονομάζω τύχη, μιας και τα κέρδισα σε κλήρωση. Πάει πολύς καιρός άλλωστε, από τότε που παρακολουθούσα ενεργά τα αθλητικά δρώμενα και μου ήταν αδιάφορο το αν θα πάω. Μεγαλώνοντας, κάποιος διακόπτης γύρισε μέσα μου και σαν να έσβησε τη ζέση που είχα παλιότερα για τέτοιου είδους δραστηριότητες. Ίσως να φταίει η έξαρση της οπαδικής βίας, που τα τελευταία χρόνια με έχει κάνει να σιχαθώ την κατάσταση και να απομακρυνθώ. Ή πολύ απλά, μπορεί να αλλάξανε τα ενδιαφέροντά μου και να προτιμώ να αράξω σπίτι διαβάζοντας κάποιο βιβλίο. Τώρα που το σκέφτομαι, ίσως να ισχύουν και τα δύο.

Σε κάθε περίπτωση, το δεύτερο εισιτήριο το προόριζα ως δώρο στον μεγαλύτερο αδερφό μου. Θα ήταν μονάχα ένα μικρό αντίκρισμα, για όλες τις φορές που ως παιδάκι με έπαιρνε στα γήπεδα μαζί του. Με πήγαινε εκδρομές σε γήπεδα απ’ όλη την Ελλάδα αλλά και την Ευρώπη! Αγόραζε εισιτήρια από την τσέπη του για το ποδόσφαιρό, για το μπάσκετ, για το βόλεϊ, για το πόλο… Πηγαίναμε παρέα στους αγώνες ενώ θα μπορούσε κάλλιστα να πάει με κάποιον συνομήλικο του και ενδεχομένως να περνούσε καλύτερα χωρίς να έχει το άγχος μου. Γιατί μπορεί  φαντάζει εύκολο τώρα που έχει εξομαλυνθεί η ηλικιακή μας διαφορά αλλά πιστέψτε με∙ είναι ζόρικο να είσαι είκοσι ενός ετών και να κουβαλάς ένα δεκάχρονο στα γήπεδα. Καμιά φορά σκέφτομαι το πόσο πολύ πρέπει να με αγαπούσε και αισθάνομαι άσχημα με τον εαυτό μου! Όχι επειδή τον αγαπάω λιγότερο αλλά επειδή πλέον δεν μοιράζομαι τα ίδια ενδιαφέροντα με εκείνον και δυσκολεύομαι να βρω τον τρόπο να  του ανταποδώσω τα όσα έχει κάνει.

Τα συλλογιζόμουν όλα αυτά λοιπόν και ήλπιζα να τον χαροποιήσω με το εισιτήριο που θα του έδινα. Αλλά τελικά αποδείχτηκε άχρηστο! Λόγω ενός γραφειοκρατικού λάθους, αναγράφτηκαν λανθασμένα στοιχεία στο εισιτήριο του. Στις μέρες μας, αν δεν μπορείς να ταυτοποιήσεις τα στοιχεία που αναγράφονται στο εισιτήριό σου, απαγορεύεται η είσοδος στο γήπεδο. Αυτό το νέο σύστημα, είναι συνέπεια των πρόσφατων οπαδικών επεισοδίων που στοίχισαν ζωές. Κατά την άποψή μου, ορθώς πράττουν και το εφαρμόζουν, μήπως και αλλάξουμε επιτέλους ρότα ως λαός αλλά αυτό δεν κατεύναζε την απογοήτευσή μου που δεν θα μπορούσα να πάω στο γήπεδο με τον αδερφό μου. Μετά από λίγο όμως το αποδέχτηκα ως γεγονός και αποφάσισα να δω τον αγώνα από την τηλεόραση όπως συνήθιζα να κάνω.

Ανήμερα του αγώνα, μια ώρα πριν ξεκινήσει, άλλαξα άποψη και άρχισα να ετοιμάζομαι για το γήπεδο. Η Α. απόρησε με την επιλογή μου.

«Καλά μόνος σου θα πας;»

«Εδώ πηγαίνω μόνος μου για ποτό, γιατί να μην πάω και στο γήπεδο…» της απάντησα και έδειξε να καταλαβαίνει τι εννοούσα.

Φόρεσα μαύρο παντελόνι, μαύρο ζιβάγκο και ένα μαύρο μακρύ παρκά και ξεκίνησα με τα πόδια. Περπατούσα με γοργό βηματισμό χωρίς όμως να βιάζομαι. Γνώριζα πως είχα χρόνο μπροστά μου. Όταν πια έφτασα στο γήπεδο κατευθύνθηκα στη θύρα 18 που ανέγραφε το εισιτήριο μου. Προς έκπληξή μου, η ουρά που είχε σχηματιστεί ήταν τουλάχιστον δέκα μέτρα! Ρώτησα ποιος ήταν ο τελευταίος και στάθηκα από πίσω του υπομονετικά. Καθώς πλησίαζα προς τα τουρνικέ συνειδητοποίησα πως ο λόγος της αναμονής δεν ήταν μόνο η μεγάλη προσέλευση του κόσμου αλλά ότι βρίσκονταν σε λειτουργία μόνο τα δύο εκ των τεσσάρων που υπήρχαν. Αυτό έδινε τον απαραίτητο χρόνο ώστε να γίνεται πλέον πιο σχολαστικός σωματικός έλεγχος στους οπαδούς αλλά και η σωστή εξακρίβωση των στοιχείων τους. Υπήρχαν τέσσερις αστυνομικοί και άλλοι τέσσερις υπάλληλοι ασφαλείας του γηπέδου σε κάθε τουρνικέ έτσι ώστε να κάποιοι να εξακριβώνουν τα στοιχεία και κάποιοι να σου κάνουν σωματικό έλεγχο. Ήταν πρωτόγνωρα χρονοβόρα για τα ελληνικά δεδομένα αυτή η διαδικασία. Αλλά τι να πεις; Σημεία των καιρών… Δεν είπα τίποτα και έκανα υπομονή. Κάποια στιγμή κάποιος με σκούντησε ελαφρώς στον ώμο.

«Φίλε… Αυτή είναι η σειρά σου;» με ρώτησε ένας βραχύσωμος τύπος, πενηντάρης, με αραιά μαλλιά και γκρίζα γενειάδα.

«Ναι! Περιμένω τόση ώρα… Γιατί;» ρώτησα με απορία εγώ αλλά πριν προλάβει να απαντήσει εκείνος πετάχτηκε ένας άλλος από πίσω μου.

«Το παλικάρι είναι μπροστά μου τόση ώρα… Ο άλλος μπήκε σφήνα μπροστά του για να κλέψει θέση!» είπε ένας ξερακιανός νεαρός με μακριές ατημέλητες  μπούκλες και έδειξε έναν τύπο, λίγα μέτρα μπροστά μου, που φορούσε ένα καφέ πέτσινο μπουφάν.

« Αυτόν είδα κι εγώ και νόμιζα πως ήταν παρέα με το παλικάρι. Συγγνώμη ρε φίλε νόμιζα πως είστε μαζί. Αλλά αυτός πρέπει να έρθει πίσω! Τον είδα που έκλεψε θέσεις. Σκούντα τον και πες να έρθει πίσω!»

«Δεν το παρατήρησα…» του είπα αδιάφορα εγώ.

«Τον είδα εγώ όμως! Γι’ αυτό πες του να έρθει πίσω!» επέμεινε αυτός σε πιο θυμωμένο τόνο.

«Δεν θα έρθω σε αντιπαράθεση με κάποιον για μια θέση… Αν τόσο πολύ βιάζεται να μπει πριν από εμένα, ας μπει!» του απάντησα συνεχίζοντας να έχω αδιάφορο ύφος.

Ο βραχύσωμος τύπος με κοίταζε με απλανές βλέμμα προσπαθώντας να αποκωδικοποιήσει τα όσα είπα. Αφού είδε πως δεν μπορούσε (το μυαλό του) να βγάλει άκρη, σκυθρώπιασε ξανά, βγήκε νευρικά από τη σειρά του και πήγε και ζήτησε τον λόγο από τον άλλον. Ακολούθησε αντιπαράθεση και αναβρασμός μεταξύ τους που ακαριαία εξαπλώθηκε και στους υπόλοιπους, οι οποίοι έπαιρναν θέση υπέρ του ενός ή του άλλου. Οι αστυνομικοί επενέβησαν για να ηρεμήσουν την κατάσταση πριν επεκταθεί ο καυγάς. Εγώ στεκόμουν απογοητευμένος και κοιτούσα το θυμό στα μάτια των διαπληκτιζομένων. Είναι απίστευτο το πόσο θυμό μπορεί να κουβαλά ο μέσος άνθρωπος στην εποχή μας! Απορώ που δεν κουράζονται να είναι όλοι τους τόσο θυμωμένοι! Αέναα ετοιμοπόλεμοι, ζώντας μονίμως μια καθημερινότητα που μυρίζει μπαρούτι και πάντα πρόθυμοι να ανάψουν το φυτίλι… Ένιωσα να αδειάζω ενεργειακά. Πήρα μια βαθιά ανάσα και την ελευθέρωσα μέσα από έναν πνιγηρό αναστεναγμό. Προχώρησα λίγα βήματα και σήκωσα τα χέρια για να μου κάνουν σωματικό έλεγχο.

Η θέση που καθόμουν ήταν ψηλά και μου πρόσφερε πανοραμική θέα. Κάθισα και περίμενα να ξεκινήσει ο αγώνας παρατηρώντας τον κόσμο γύρω μου. Ξεχώριζα σαν την μύγα μες στο γάλα από το υπόλοιπο πλήθος. Όλοι φορούσαν τα διακριτικά της ομάδας ενώ εγώ έμοιαζα λες και πήγαινα σε κηδεία ή σε συναυλία του αείμνηστου Johny Cash. Χαμογέλασα με αυτήν την σκέψη μου. Έβγαλα το ηλεκτρονικό τσιγάρο από την τσέπη και άρχισα να καπνίζω για να περάσει η ώρα. Μόλις πλησίασε η στιγμή της έναρξης το πλήθος σηκώθηκε όρθιο και παραληρούσε τραγουδώντας συνθήματα. Το πάτωμα σείστηκε κάτω από τα πόδια μου από τα χοροπηδητά μόλις βγήκαν οι ομάδες στον αγωνιστικό χώρο. Εγώ έστεκα στο κάθισμα, ανέκφραστος και ανεπηρέαστος, βυθισμένος στις σκέψεις μου. Στα πιο πολυσύχναστα μέρη μου αρέσει να είμαι μόνος. Να υψώνω αόρατα τείχη και να κάνω παρέα με τον εαυτό μου. Τον μόνο πραγματικό μου φίλο. Ποτέ μου δεν μπόρεσα να εναρμονιστώ με τα θέλγητρα του όχλου. Κάποιοι το λένε αδυναμία. Άλλοι προτέρημα. Πολύ πιθανόν να μην είναι τίποτα από τα δύο. Να είναι απλά μια ιδιότητα ενός ατόμου που ψάχνει τη θέση του στο σύμπαν. Ο διαιτητής σφύριξε για να ξεκινήσει ο αγώνας.

Δεν σηκωνόμουν από τη θέση μου παρά μόνο τις φορές που οι εκστασιασμένοι μπροστινοί μου, πετάγονταν όρθιοι, παραδομένοι στο άγχος και την αγωνία τους για την έκβαση του αγώνα. Που και που, όλο και κάποιος σχολίαζε το παιχνίδι ή τους παίχτες. Κάρφωναν το βλέμμα τους πάνω μου ή στους τριγύρω φιλάθλους, αναζητώντας κάποιο σχόλιο ή έστω ένα νεύμα συγκατάβασης με τα λεγόμενά τους. Τους περισσότερους απέφευγα να τους κοιτάξω στα μάτια για να μην μου πιάσουν κουβέντα.

« Μα είναι δυνατόν ρε φίλε; Εγώ να ήμουν θα το είχα βάλει άνετα! Κοίτα έναν μαλάκα που πληρώνεται για να παίζει μπάλα;» είπε ένα μπροστινός μου και γύρισε και με κοίταξε.

Τον κοίταξα κι εγώ. Σαραντάρης, αραιά μαλλιά, μετρίου αναστήματος, με το φερμουάρ του μπουφάν έτοιμο να εκραγεί συγκρατώντας με δυσκολία την κοιλιά του. Κρατούσε ένα φρέντο καπουτσίνο στο ένα χέρι και με το άλλο ρουφούσε ένα τσιγάρο. Στις μέρες μας, όλοι έχουμε μια γνώμη για τα πάντα και ασκούμε απροκάλυπτα το δικαίωμα να την εκφράσουμε ελεύθερα προς πάσα κατεύθυνση. Αδιαφορούμε αν είναι σωστή ή λάθος, Δίκαιη ή άδικη. Αν βασίζεται στα κατάλληλα κριτήρια ή όχι. Το παν είναι να την εκφράσουμε και να βρούμε υποστηρικτές. Γιατί οι γνώμες και οι πεποιθήσεις μας είναι ιερές, Και αλίμονο σε όποιον δεν συμφωνεί μαζί μας… Δεν του απάντησα τίποτα. Χαμογέλασα και έστρεψα το βλέμμα μου προς το παιχνίδι.

Ο αγώνας κύλησε ανιαρά χωρίς πολλές φάσεις και συγκινήσεις. Έμοιαζε πολύ με μια παρτίδα σκάκι που οι δύο αντίπαλοι μελετούσαν προσεκτικά τις κινήσεις τους. Καθώς πλησίαζε το τέλος, συλλογίστηκα πως ίσως να ήταν καλύτερα που δεν ήρθε ο αδερφός μου. Θα τον στεναχωρούσε που το αποτέλεσμα ήταν ισόπαλο. Ήθελε να πάντα να κερδίζει η ομάδα του. Εφτά λεπτά πριν λήξει ο αγώνας όμως βάλαμε γκολ. Σκόρερ ήταν «ο μαλάκας». Εκείνος που δεν του άξιζε να πληρώνεται για να παίζει μπάλα. Έριξα το βλέμμα μου, σχεδόν αυτόματα, στον τύπο που τον έβριζε. Είχε σηκώσει το ένα χέρι περιχαρής στον ουρανό και με το άλλο αγκάλιαζε τον διπλανό του.

«Τι έβαλε ο παιχταράς; Τι έβαλε ο παιχταράς;» φώναζε ξανά και ξανά σαν είχε κολλήσει η βελόνα.

Τον κοίταζα και σκεφτόμουν, πως σε αυτό το σύντομο πέρασμά μας από την ζωή, η απόσταση που χωρίζει τον «μαλάκα» από τον «παιχταρά», καλύπτεται σε κλάσματα δευτερολέπτου. Οπότε μην απογοητεύεσαι και μην επαναπαύεσαι. Μια στιγμή μονάχα είναι αρκετή για να αλλάξει τα πάντα.

Το παιχνίδι έληξε νικηφόρα υπέρ μας και κατευθύνθηκα προς την έξοδο. Βγήκα από το γήπεδο και έστειλα μήνυμα στον αδερφό μου να τον ενημερώσω για το σκορ καθώς μου το είχε ζητήσει. Όταν γύρισα σπίτι ξεκίνησα να γράφω αυτό το κείμενο. Το τελείωσα σε λίγες μέρες δουλεύοντας αποσπασματικά. Στην αρχή σκέφτηκα να το στείλω στο mail του αδερφού μου. Το μετάνιωσα όμως και αποφάσισα να μας αγοράσω εισιτήρια για τον επόμενο αγώνα. Θα το εκτιμούσε περισσότερο.

-Δαμιανός Λαουνάρος

share this:

Facebook
Twitter
Scroll to Top