Μόνοι μας και όλοι τους

Στην αρχή, ήταν με τον Βασίλη. Ύστερα ήταν με εμένα. Και μετά από εμένα τα έφτιαξε με τον Λευτέρη… Το δίχως άλλο, ήταν δραστήριο κορίτσι η Μυρτώ! Μετρίου αναστήματος, λυγερό κορμί και με ξανθά ίσια μαλλιά που έφταναν ως τη μέση της. Τα γαλάζια μάτια της όμως, ήταν το χαρακτηριστικό που την έκανε να ξεχωρίζει και να τη θέλουν τα περισσότερα αγόρια στο γυμνάσιο.

Στην πρώτη γυμνασίου κυνηγούσε τον Βασίλη σαν τρελή αλλά εκείνος ούτε που ήθελε να την κοιτάξει. Τη θεωρούσε απελπιστικά ηλίθια! Ίσως και να ήταν… Αλλά τι σημασία είχε; Όλοι έχουμε υπάρξει ηλίθιοι στα μάτια άλλων για κάποια στιγμή της ζωής μας… Στην Τρίτη Γυμνασίου όμως άλλαξε γνώμη. Έβγαινα τότε εγώ, με ένα κοριτσάκι που ήταν φίλη της και ο Βασίλης σκέφτηκε να τα βρει επιτέλους με τη Μυρτώ για να βγαίνουμε παρέα.

Ήμασταν τότε 15 χρονών, και μόλις είχαμε ανοίξει την πόρτα στον μαγικό κόσμο του σεξ, με την βοήθεια κάποιων άγιων κοριτσιών από τα πορνεία της οδούς Φυλής. Έκτοτε, είχαμε κάνει την περιοχή στέκι μας! Κάθε Κυριακή πρωί ήμασταν εκεί, πιστοί στο ραντεβού με τον αγοραίο έρωτα των πέντε λεπτών. Στο ραντεβού με τους νταβατζήδες και τις τσατσάδες, που χτυπούσαν ανυπόμονα τις πόρτες όποτε προσπαθούσαμε να ξεκλέψουμε λίγο χρόνο παραπάνω.

Μεσοβδόμαδα παίρναμε τα κορίτσια μας και φιλιόμασταν στα πάρκα, πιάναμε λίγο μπουτάκι ή λίγο κώλο και αυτό ήταν. Και αισθανόμασταν και σπουδαίοι με τα κατορθώματά μας. Δεν είχαμε κάνει σεξ. Ήταν παρθένες και δεν νομίζω να ήθελαν. Ίσως να μην θέλαμε κι εμείς. Το σεξ το είχαμε συνδέσει στο μυαλό μας με ώριμες γυναίκες και το να μπεις στη διαδικασία να το κάνεις με κάποιο κοριτσάκι έμοιαζε παράταιρο. Τώρα που το σκέφτομαι, δεν ήμασταν και τόσο μάγκες όσο νομίζαμε. Ήμασταν τρυφεροί και αθώοι. Ή για να γίνω πιο ακριβής, είχαμε αρχές,  Αν ζούσαμε ως έφηβοι στην σημερινή εποχή μπορεί και να μην επιβιώναμε στις αυλές του σχολείου…

Δίναμε ραντεβού στην καφετέρια της γειτονιάς. Εκεί άραζε όλη η νεολαία της περιοχής. Εκεί ήπιαμε τους πρώτους καφέδες και τις πρώτες μπύρες της ζωής μας. Εκεί γνωρίσαμε και τον Λευτέρη. Ποτέ μου δεν είχα πολλούς φίλους. Είχα πάρα πολλούς γνωστούς που σε κάποιες φάσεις της ζωής μας μπορεί να ήρθαμε κοντά για ένα διάστημα. Έτσι γνωριστήκαμε μέσω ενός κοινού γνωστού και κάθε εβδομάδα παίζαμε ποδόσφαιρο σε γήπεδα πέντε εναντίον πέντε. Ήταν η εποχή της μετάβασης από το δωρεάν παιχνίδι στην αλάνα, στο επί πληρωμή παιχνίδι σε παιδότοπους και σε γήπεδα με πλαστικό χλοοτάπητα.

Η ομάδα μου απαρτιζόταν από εμένα και τους μοναδικούς που θεωρούσα φίλους μου. Τον Βασίλη, τον Πάρη, τον Αντρέα και τον Κωσταντίνο. Όλοι γνωριζόμασταν από την προσχολική ηλικία και ήμασταν αχώριστοι, εκτός από τον Κωνσταντίνο που ήρθαμε κοντά στο γυμνάσιο. Η ομάδα του Λευτέρη απαρτιζόταν από μεγαλύτερα παιδιά που δεν τα θυμάμαι μιας και εκείνος ήταν δύο ή τρία χρόνια μεγαλύτερος μας. Τον μόνο που θυμάμαι ήταν ο Νίκος, με το φαρμακερό αριστερό του πόδι. Ήταν μεγαλύτερος από όλους, ενήλικος αν δεν κάνω λάθος, και δούλευε στο καφενείο του πατέρα του που βρισκόταν χωμένο σε ένα στενό του Απόλλωνα.

Παίζαμε μια φορά την εβδομάδα και δεν είχαμε προστριβές. Γελούσαμε και λύναμε τις όποιες  αγωνιστικές διαφορές μας ήπια και καλοσυνάτα. Πράγμα σπάνιο, γιατί στην γειτονιά που μεγάλωσα όταν δύο ομάδες έπαιζαν αντίπαλες ποδόσφαιρο ή μπάσκετ, συνήθως μετά παίζανε και ξύλο…Αρχίσαμε να καθόμαστε και στο ίδιο τραπέζι στην καφετέρια. Με τον Λευτέρη μόνο και ενίοτε και με το Νίκο. Τους γνωρίσαμε στα κορίτσια και κάναμε όλοι μαζί παρέα. Μετά ο Βασίλης είπε πως βαρέθηκε την Μυρτώ και της είπε να το διαλύσουν.  Το βρήκα ως αφορμή, και ύστερα από λίγο ξέκοψα και εγώ με την δική μου, που έτσι κι αλλιώς ήταν φευγάτη και έβγαινε δεξιά και αριστερά με άλλους. Με τη Μυρτώ όμως συνεχίσαμε να κάνουμε παρέα. Θέλω να πιστεύω πως υπήρξαμε φίλοι για κάποιο διάστημα. Τουλάχιστον εγώ έτσι πίστευα.

Ο χρόνος φτερούγισε γρήγορα, ήρθε το καλοκαίρι και τελειώσαμε το γυμνάσιο. Ο Λευτέρης αποφοίτησε από το τεχνικό λύκειο και ενηλικιώθηκε. Η Μυρτώ έμεινε στην ίδια τάξη. Συνεχίσαμε όμως να βλεπόμαστε στην καφετέρια και στο προαύλιο, μιας και ήταν κοινό για τα παιδιά του γυμνασίου και του λυκείου. Και με τον Λευτέρη ήρθαμε ακόμα πιο κοντά.  Συναντιόμασταν τα απογεύματα για καφέ και παίζαμε bowling ή μπιλιάρδο στις λέσχες. Με τον Νίκο χαθήκαμε και δεν τον ξανά είδα έκτοτε.

Κάπου εκεί, χωρίς να θυμάμαι το πως, ήρθα πιο κοντά με την Μυρτώ. Το μόνο που θυμάμαι είναι να ρωτάω τον Βασίλη αν έχει πρόβλημα να κάνω κάτι μαζί της. Εκείνος γέλασε με τη ψυχή του και μόνο που τον ρώτησα. Εξακολουθούσε να την θεωρεί ηλίθια. Δεν έδωσα σημασία στους χαρακτηρισμούς και αφού είχα το ελεύθερο από εκείνον, τα έφτιαξα μαζί της. Πηγαίναμε στα πάρκα και χαμουρευόμασταν παθιασμένα με τις ώρες. Αισθανόμουν λες και μέσα σε μερικούς μήνες είχαμε μεγαλώσει χρόνια. Τα πάντα είχαν αλλάξει! Εγώ, η Μυρτώ, το πως έβλεπε ο ένας τον άλλον… Όλα είχαν γίνει πιο πονηρά… Η λίμπιντό μας είχε χτυπήσει κόκκινο! Μετά από μερικούς μήνες, και αφού τα πράγματα κλιμακώνονταν κάθε φορά και πιο πολύ, μου ζήτησε να το διαλύσουμε. Μου φάνηκε λογικό. Δεν της κράτησα κακία. Το επόμενο στάδιο θα ήταν να το κάνουμε και πίστευα πως δεν ήταν έτοιμη για κάτι τέτοιο. Κρατήσαμε επαφές αλλά ποτέ δεν ξανά γίναμε οι φίλοι που ήμασταν πριν.

Εντωμεταξύ το λύκειο, για τα αγόρια κυρίως, ήταν μια διαρκής μάχη επικράτησης του ισχυρότερου. Στην πρώτη λυκείου, όπως και σε κάθε πρώτη τάξη του σχολείου, έπρεπε να υψώσεις το ανάστημά σου από την αρχή για να μην σου πάρουν τον αέρα. Να δηλώσεις ποιος είσαι. Με ποιους παρατάσσεσαι. Σαν την φυλακή ένα πράγμα(φαντάζομαι). Εγώ όπως προανέφερα δεν είχα πολλούς φίλους… Έκανα παρέα μόνο με τον Βασίλη και τον Πάρη, μιας και ο Αντρέας που είχε κερδίσει χρονιά ήταν σε μεγαλύτερη τάξη και ο Κωνσταντίνος πήγαινε σε τεχνικό λύκειο. Κάποια στιγμή, με πλευρίσανε κάποιοι τύποι και με ρώτησαν αν είμαι με τους μεν ή τους δεν.

«Με κανέναν!» τους απάντησα.

Δεν είχα τίποτα να χωρίσω με καμία εκ των δύο πλευρών αλλά κυρίως δεν με ένωνε και κάτι μαζί τους. Ίσως η απάντηση μου να μην ήταν σωστή γιατί μπήκα στο στόχαστρο όλων. Τουλάχιστον όμως ήταν αληθινή και είναι από τα λίγα πράγματα που περηφανεύομαι από την εφηβική μου ηλικία. Έκτοτε ξεκίνησε μια έχθρα εναντίον μου. Πιθανολογώ επειδή φάνηκα σνομπ ή ψηλομύτης στα μάτια των συμμοριών του σχολείου. Εγώ από την άλλη, δεν είχα καμία τέτοια πρόθεση. Το μόνο πράγμα που είχα το μυαλό μου ήταν η εξερεύνηση του γυναικείου κορμιού… Η αναζήτηση του επόμενου φιλιού… Το επόμενο ρομάντζο… Αδυνατούσα να καταλάβω τον λόγο που τα συνομήλικα αγόρια, σπαταλούσαν τόση ενέργεια για να χωριστούν σε ομάδες και να τσακώνονται μεταξύ τους. Εκείνη την περίοδο, συνειδητοποίησα για πρώτη μου φορά, πως τα κορίτσια είναι όντως ωριμότερα από τα αγόρια.

Τα πράγματα κυλούσαν σχετικά ομαλά, για κάμποσο καιρό, καθώς απέφευγα έστω και τελευταία στιγμή να μπλεχτώ σε κάποια σύρραξη. Όλα όμως άλλαξαν όταν ο Λευτέρης τα έφτιαξε με την Μυρτώ. Αποξενώθηκαν από όλους μας πολύ γρήγορα. Σταματήσαν να έρχονται στην καφετέρια και στο προαύλιο του σχολείου, η Μυρτώ μας απέφευγε. Δεν ήξερα τι είχε μεσολαβήσει και ούτε κανείς μας μπορούσε να μαντέψει. Δεν δώσαμε σημασία και συνεχίσαμε τις ζωές μας.

Ένα απόγευμα πήγαμε για μπάσκετ με τον Πάρη και τον Βασίλη και εκεί βρισκόταν ο Λευτέρης με δυο άλλα παιδιά. Παίξαμε τρεις εναντίον τρεις αλλά δεν θύμιζε σε τίποτα τις προηγούμενες φορές. Φαινόταν στον τρόπο του πως κάτι είχε εναντίον μας και δη μαζί μου. Σε κάποια φάση μάλιστα, που διεκδικήσαμε ένα ριμπάουντ, αρπάχτηκε αμέσως και άρχισε να με βρίζει. Του είπα να ηρεμήσει και αφού δεν σταματούσε του ζήτησα τον λόγο.

«Έχω μάθει μουνόπανο τι λες για μένα… Μου τα είπε όλα η Μυρτώ!»

Δεν κατάλαβα τι εννοούσε και ρωτούσα συνέχεια τι του είχε πει η Μυρτώ. Αυτός έκανε σαν μαινόμενος ταύρος έτοιμος να χυμήξει. Οι υπόλοιποι μπήκανε στη μέση και μας χωρίσανε. Χωριστήκαμε και πήγαμε στα σπίτια μας.

Όλη την επόμενη εβδομάδα στο σχολείο, η κατάσταση μύριζε μπαρούτι αλλά αυτό δεν μου φάνηκε περίεργο. Είχα συνηθίσει. Στα διαλείμματα, καθώς περπατούσα, έπεφταν πάνω στον ώμο μου διάφοροι τύποι από τις συμμορίες, με βλέμμα που διψούσε για καυγά. Οι δάσκαλοι και οι σχολικοί φύλακες όμως, προλάβαιναν και κατεύναζαν τα πράγματα πριν ξεσπάσει σαματάς.

Ήρθε η Παρασκευή, και το βράδυ ετοιμαστήκαμε με τον Βασίλη, τον Πάρη και τον Κωνσταντίνο, να πάμε στο πάρτι που θα διοργάνωνε το σχολείο στην καφετέρια της γειτονιάς. Μπήκαμε μέσα καθίσαμε σε ένα τραπέζι στον πάνω όροφο. Παρήγγειλα ένα Bacardi με κόκα κόλα και παρατηρούσα τον κόσμο γύρω μου. Υπήρχαν ελάχιστα κορίτσια και πολλοί εξωσχολικοί. Τα περισσότερα αγόρια μάλιστα ήταν από αυτά που είχαμε πάει να αρπαχτούμε μεσοβδόμαδα. Ήπια το ποτό μου και πήγα στο μπαρ να παραγγείλω ένα δεύτερο. Οσμίστηκα τον κίνδυνο από τα εχθρικά βλέμματα γύρω μου. Γύρισα στο τραπέζι μας και συμβούλεψα τους φίλους μου να πιούμε τα ποτά γρήγορα και να φύγουμε. Δεν μας σήκωνε το κλίμα.

Φύγαμε από την καφετέρια χωρίς προβλήματα και περπατήσαμε στα στενά για να πάμε προς τα σπίτια μας. Φαινόταν να την έχουμε σκαπουλάρει έως ότου εμφανίστηκαν μπροστά μας δεκαπέντε ή είκοσι άτομα και μας έκλεισαν τον δρόμο. Μπροστάρης ήταν ο Λευτέρης και από πίσω, αρκετοί από τις συμμορίες του σχολείου μαζί με κάποιους εξωσχολικούς και κάποιους που είχαν μείνει τέσσερις φορές στην ίδια τάξη.

«Λαουνάρε που πας;» φώναξε ο Λευτέρης με βλοσυρό τόνο, « Είσαι δικός μου…»

Κατάλαβα πως δεν γινόταν να το αποφεύγω άλλο.

«Εντάξει ρε Λευτέρη…» του είπα εγώ  «αλλά ότι πρόβλημα υπάρχει θα το λύσουμε οι δυο μας και κανένας άλλος…»

«Εντάξει!» μου απάντησε.

Έβγαλα το μπουφάν μου και το έδωσα στους φίλους μου.

«Μην ανακατευτεί κανένας σας γιατί θα τρώμε ξύλο μέχρι το πρωί…» τους είπα θέλοντας να αποφύγω τα χειρότερα και αυτοί συμφώνησαν.

Πλησίασα προς τον Λευτέρη και με πλησίασε και εκείνος σε θέση μάχης. Μου φαινόταν σαν ψέμα. Δεν μπορούσα να ρίξω την πρώτη γροθιά. Δεν μου έβγαινε… Μέχρι πριν λίγες μέρες καθόμασταν μαζί, πίναμε μπύρες, παίζαμε, γελούσαμε. Αδυνατούσα να δεχτώ αυτό που γινόταν αλλά από την άλλη ήθελα να τελειώσει μια ώρα αρχύτερα. Καθώς τα σκεφτόμουν αυτά, ένα δεξί κροσέ με πέτυχε πάνω από το αριστερό αυτί! Αυτό ήταν! Τα ξέχασα όλα και χύμηξα. Του έριξα ένα αριστερό και καπάκια ένα δεξί πάνω από το μάτι και λύγισε το κορμί του. Δεν έχασα χρόνο και τον έπιασα κεφαλοκλείδωμα. Τον είχα ακινητοποιήσει αλλά δεν τον χτυπούσα και περίμενα να μου πει πως το θέμα θεωρείται λήξαν. Τότε ήρθε από πίσω μου κάποιος και με χτύπησε στο κεφάλι… Ζαλίστηκα και τον ελευθέρωσα. Έγινε αυτό που φοβόμουν! Ο Πάρης έτρεξε και χύμηξε σε αυτόν που με χτύπησε από πίσω. Ο Βασίλης χτυπιόταν στη γωνία με κάποιον άλλον. Ο Κωνσταντίνος έτρεξε να πιάσει το ρολόι μου που είχε πέσει στο δρόμο και τότε πήγε ένας από πίσω του και του έριξε ένα άνανδρο δυνατό δεξί στο μάτι, ρίχνοντάς τον κάτω. Μπουνιές και κλοτσιές εξαπολύονταν στον αέρα και προς πάσα κατεύθυνση. Είχα χάσει τον Λευτέρη από το οπτικό μου πεδίο και δεν ήξερα ποιος με χτυπούσε και ποιον χτυπούσα. Κάποια στιγμή μέσα στην αντάρα εστίασα προς στον Κωνσταντίνο γιατί έβλεπα ένα παιδοβούβαλο, δύο μέτρα σχεδόν, να τον πλησιάζει έτοιμος να τον χτυπήσει. Έτρεξα γρήγορα προς το μέρος του και εκείνη τη στιγμή άρχισαν να μας καταβρέχουν από τον πρώτο όροφο μιας πολυκατοικίας…

«Ξεκουμπιστείτε τώρα αμέσως κωλόπαιδα από εδώ γιατί καλώ την αστυνομία!» ακούστηκε από μια γυναικεία φωνή σε ένα μπαλκόνι.

«Μαλάκες  πάμε να την κάνουμε γρήγορα!  Κουβαλάω πράγματα πάνω μου!» είπε κάποιος από τους εξωσχολικούς.

Δεν έμαθα ποτέ αν αυτά που κουβαλούσαν ήταν ναρκωτικά ή τίποτα σουγιάδες που ήταν της μόδας εκείνη την εποχή στα μέρη μου. Σπάσανε όλοι τους προς πάσα κατεύθυνση. Ύστερα μαζέψαμε τα ρούχα και τα κομμάτια μας από το δρόμο και περπατήσαμε αργά έως τα σπίτια μας.

Ήταν η τελευταία φορά που τσακωθήκαμε με τους συμμορίτες. Δεν ασχολήθηκαν μαζί μας τα υπόλοιπα χρόνια του λυκείου. Είχαμε κάνει τη δήλωση μας. Είχαμε επιλέξει παράταξη. Είχαμε διαλέξει ο ένας τον άλλον. Ήμασταν μόνοι μας και όλοι τους. Αυτό μάλλον τους έκανε να μας αφήσουν στην ησυχία μας.

Με την Μυρτώ δεν ξαναμίλησε ποτέ κανένας μας αλλά ούτε την ξανά είδαμε όταν τελείωσε το γυμνάσιο. Τον Λευτέρη τον έβλεπα πολύ συχνά έως πρότινος. Τον πετύχαινα με τη μηχανή του να κόβει βόλτες στη γειτονιά. Δεν του μιλούσα και δεν μου μιλούσε. Αλλά ούτε είχαμε κάποια υπόνοια έχθρας να υποβόσκει ανάμεσά μας. Μια φορά μάλιστα, πριν από λίγα χρόνια, σταματήσαμε δίπλα δίπλα σε ένα φανάρι. Αυτός με τη μηχανή του κι εγώ με τη δική μου. Τον κοιτούσα επίμονα και περίμενα να με κοιτάξει. Ήθελα να τον ρωτήσω, τι ήταν τελικά αυτό που του είχε πει η Μυρτώ πριν από είκοσι περίπου χρόνια. Δεν με κοίταξε. Το φανάρι άναψε πράσινο. Εκείνος πήγε αριστερά κι εγώ συνέχισα δεξιά.

 

-Δαμιανός Λαουνάρος

share this:

Facebook
Twitter
Scroll to Top