Το χιόνι έπεφτε ρυθμικά στο οδόστρωμα, κάνοντας τις νιφάδες να μοιάζουν με αγγέλους που χορεύουν βαλς. Σε λίγα λεπτά το κέντρο καλύφθηκε από ένα λευκό γιορτινό σεντόνι όπου πάνω του αντανακλούσαν τα χριστουγεννιάτικα λαμπιόνια του Δήμου Αθηναίων. Τα παιδιά είχαν βγει ανέμελα στους δρόμους και έπαιζαν χιονοπόλεμο. Οι ενήλικες, περιχαρείς και συνάμα αγχωμένοι, έτρεχαν να προλάβουν τα τελευταία ψώνια για το γιορτινό τραπέζι της παραμονής.
Σε ένα, από τους εμπορικότερους δρόμους της πόλης, ο Ντίνος κοντοστέκεται, και κουμπώνει μέχρι πάνω το πανάκριβο Montgomery που σκεπάζει τους ώμους του. Ύστερα, αψηφώντας το κρύο, βαδίζει αγέρωχα παίρνοντας παράλληλα αγκαλιά την Γωγώ. Οι δερμάτινες μπότες που φοράει κάνουν το χιόνι να υποτάσσεται σε κάθε του βήμα. Το παντελόνι του, ατσαλάκωτο, στέκεται και αυτό στο ύψος των περιστάσεων διατηρώντας την τσάκιση του.
Η Γωγώ γυρίζει και το κοιτάει καθώς βαδίζει πλάι της και καμαρώνει σαν γύφτικο σκεπάρνι. Ψηλός, μελαχρινός, ντυμένος στη τρίχα και το κυριότερο, με παχύ πορτοφόλι. Τι άλλο θα μπορούσε να ζητήσει για τα Χριστούγεννα;
«Τι κούκλος που είσαι ρε μωράκι μου;» του λέει και του σκάει ένα φιλί στο μάγουλο.
Τα χείλη της ζωγράφισαν ένα καλοσχηματισμένο κόκκινο σημάδι. Για μια στιγμή σκέφτηκε να το αφήσει έτσι. Σαν να ήθελε επιδεικνύει κάποιο κατόρθωμά της. Γρήγορα όμως άλλαξε γνώμη και με μία κίνηση του χεριού της, του το έτριψε να φύγει. Εκείνος γέλασε και με το αριστερό του χέρι χούφτωσε τον μικροσκοπικό της κώλο πάνω από το μαύρο αστραφτερό φόρεμα που φορούσε.
«Εεε ! Κάτσε φρόνιμα! Περίμενε να πάμε σπίτι… Μας βλέπει ο κόσμος! » του είπε με ναζιάρικο τόνο.
«Ε άντε ρε μανάρι μου! Που είναι αυτές οι γόβες που θέλεις; Που τις είχες δει;»
«Εδώ πιο κάτω είναι μωρούλι μου… Φτάνουμε!» του είπε και επιτάχυνε το βήμα της με χαρωπό τρόπο τραβολογώντας τον από το χέρι.
Φτάνοντας στην είσοδο του μαγαζιού η Γωγώ έψαξε εναγωνίως στη βιτρίνα να βρει τις γόβες για να τις δείξει στον καλό της. Ήθελε να του κάνουν εντύπωση και να του αρέσουν μιας και είχε προθυμοποιηθεί να ξοδευτεί για εκείνην.
«Αυτές είναι!» του είπε δείχνοντας του που να κοιτάξει.
Ο Ντίνος κάρφωσε το βλέμμα του στη τιμή. Ένα 450 ήταν σβησμένο με μια μαύρη λεπτή γραμμή και από κάτω έγραφε 399. Επικράτησε μια σιωπή για λίγα δευτερόλεπτα που έκανε την Γωγώ να αγχωθεί.
«Δεν είναι πολύ όμορφες; Με φαντάζεσαι πόσο σέξι θα είμαι όταν τις φορέσω με το διχτυωτό καλτσόν που σου αρέσει; Και ΤΙΠΟΤΑ άλλο από πάνω…» του ψιθύρισε με αισθησιακή φωνή πλησιάζοντας στο αυτί του.
Είχε επιστρατεύσει τα μεγάλα μέσα… Ο Ντίνος χαμογέλασε και έβαλε το χέρι στη τσέπη του παλτού του. Έπιασε το πορτοφόλι του και έβγαλε από μέσα ένα μωβ χαρτονόμισμα. Της το παράτεινε μπροστά της κρατώντας το με τα δύο του δάκτυλα.
«Πήγαινε μέσα και πάρε ότι θες. Δεν θέλω ρέστα…»
Τα μάτια της Γωγώς φώτισαν και ένα χαμόγελο ικανοποίησης πλημύρισε το πρόσωπό της.
«Μωράκι μου εσύ!» του είπε και άρπαξε το πεντακοσάρικο από το χέρι του με μαεστρία.
Έγειρε πάνω του και τον σφιχταγκάλιασε, ανασηκώνοντας με περίσσια σεξουαλικότητα τη δεξιά της γάμπα. Ύστερα τον φίλησε και μπήκε τρέχοντας στο κατάστημα ενώ ο Ντίνος έμεινε απ’ έξω να περιμένει.
«Έρωτας φίλε μου… Ο ασπασμός των αγγέλλων προς τα άστρα!» ακούστηκε να λέει μια φωνή.
Η όψη του Ντίνου συνοφρυώθηκε και γύρισε καχύποπτα να δει ποιος μίλησε. Σε μια γωνιά κάτω από το υπόστεγο του καταστήματος, καθόταν κατά γης, ένας γέρος για να προφυλαχθεί από το χιόνι. Στρουμπουλός με μακριά γκρίζα γενειάδα, ρακένδυτος αλλά κατά έναν περίεργο τρόπο περιποιημένος. Ο μαύρος τρύπιος σκούφος που κάλυπτε το κεφάλι του ήταν μικρότερου μεγέθους και αδυνατούσε να του καλύψει τα αυτιά. Ενώ τα μουσκεμένα και ξεφτισμένα παπούτσια του, έδειχναν για τουλάχιστον δύο νούμερα μεγαλύτερα. Το παλτό του ήταν πολυκαιρισμένο και το γκρι του χρώμα είχε ξεθωριάσει. Στα χέρια του κρατούσε ένα παλιό κόκκινο ακορντεόν από αυτά που μόνο στα παλιατζίδικα μπορούσες να βρεις. Μπροστά στα γόνατά του βρισκόταν ένα μπρούτζινο κύπελο και πάνω του στηριζόταν ένα κομμάτι χαρτόνι που με κόκκινο μαρκαδόρο έγραφε «Ό,τι έχετε ευχαρίστηση. Καλά Χριστούγεννα σε όλους!».
Ο Ντίνος παρατήρησε με έκπληξη πως τα πλατιά, σχεδόν καλλιγραφικά, γράμματά του, δεν είχαν ούτε ένα ορθογραφικό λάθος. Αδιαμφισβήτητα όμως την προσοχή του την κέντρισε ο μικρός πορσελάνινος Άι Βασίλης που είχε τοποθετήσει δίπλα από το κύπελο. Μισό μέτρο ύψος, αστραφτερός μες στην κόκκινη φορεσιά του, με κατάλευκα γένια, να κρατάει ένα ομοίωμα κεριού στο δεξί του χέρι και έναν πράσινο σάκο στο αριστερό. Αν αφαιρούσες τα συμπράγκαλα και τα ψεύτικα γυαλιά, μπορούσες ευκολά να τον περάσεις για μια πιστή μικρογραφία του γέρου σε γιορτινή έκδοση.
«Μπα; Ξέρουμε και τον Ουγκώ;» τον ρώτησε με περίσσια ειρωνεία ο Ντίνος.
«Κάτι ξέρουμε κι εμείς… Αλλά και να μην ήξερα, αρκεί κάποιος να έχει δει μια φορά στη ζωή του “τα κίτρινα γάντια”…» είπε ο γέρος χαμογελώντας με το χωρατό του.
Ο Ντίνος δεν το βρήκε αστείο. Έπιασε τη μικρή κασετίνα Cohiba που είχε κρυμμένη στη εσωτερική τσέπη του παλτού του και έβγαλε ένα πουράκι από μέσα. Το άναψε και κράτησε για λίγα δευτερόλεπτα τον καπνό μέσα του, σκανάροντας τον γέρο από την κορφή ως τα νύχια. Ύστερα τον πλησίασε με αργά διερευνητικά βήματα και σταμάτησε μπροστά από το μπρούτζινο κύπελό του. Δεν είχε μέσα, παρά μόνο κάτι ψιλά, τα οποία δεν ξεπερνούσαν τα πέντε ευρώ… Ο γεράκος σήκωσε το βλέμμα και αντίκρυσε τη ψηλή και επιβλητική κορμοστασιά του Ντίνου. Του χαμογέλασε αθώα και αμέσως ξεκίνησε να παίζει το Waltz no.2 του Shostakovich.
Με αστείρευτο ζήλο προσπαθούσε να μην κάνει λάθος. Όσο έπαιζε, ο Ντίνος παρατηρούσε τους μορφασμούς στο πρόσωπο του, καθώς και την γλώσσα που είχε βγάλει ελαφρώς έξω, σαν κάποιο είδος τικ που θα τον βοηθούσε να μείνει εντός ρυθμού. Έχανε κάποιες νότες αλλά δεν το έβαζε κάτω. Ξεκινούσε από την αρχή και πάλι και μέχρι να το πετύχει.
Μετά από λίγα λεπτά συνεχόμενης μουσικής λούπας, σταμάτησε. Σήκωσε πάλι το βλέμμα προς τον Ντίνο χαρίζοντας του το ίδιο καλοσυνάτο χαμόγελο με πριν. Το ύφος του μαρτυρούσε την προσδοκία για κάποιο φιλοδώρημα. Ένα φιλοδώρημα που δεν ήρθε ποτέ, μιας και ο Ντίνος έστεκε ανέκφραστος, δείχνοντας πως η παράσταση δεν κατάφερε να αγγίξει ούτε στο παραμικρό την ψυχή του… Ο γέρος το κατάλαβε και απογοητεύτηκε. Τα μάτια του βυθίστηκαν στο κενό για μερικά δευτερόλεπτα. Ένα μελαγχολικό ξεφύσημα βγήκε από μέσα του βοηθώντας τον να αποδεχτεί την κατάσταση. Βρήκε δύναμη και με κόπο σηκώθηκε όρθιος.
«Ελπίζω νεαρέ μου να μην παρεξήγησες το σχόλιο μου πριν…» είπε με απολογητικό ύφος.
«Δεν νομίζεις πως είσαι λίγο μεγάλος για να παρακολουθείς τι κάνει το κάθε ζευγάρι;» είπε ο Ντίνος περνώντας αμέσως στην επίθεση.
«Δεν είχα πρόθεση να κάνω κάτι τέτοιο!» απάντησε σαστισμένα ο γέρος. «Αλλά να…Σας είδα έτσι αγκαλιασμένους… Είδα κι εσένα που δεν ήθελες να χαλάσεις χατίρι στο κορίτσι σου… Σε είδα τελοσπάντων και σε καμάρωσα! Έτσι ήμουν κι εγώ στα νιάτα μου!» του είπε και τα μάτια του έλαμψαν
«Χαχαχα! Δεν νομίζω…» ξεστόμισε με έπαρση ο Ντίνος.
«Εννοώ πως κι εγώ στα νιάτα μου υπήρξα κιμπάρης με τις γυναίκες που είχα ερωτευθεί…» είπε ο γέρος σε μια προσπάθεια του να γίνει κατανοητός.
«Μάλιστα… Ας ελπίσουμε λοιπόν, να μην καταντήσω να έχω κι εγώ την ίδια τύχη με τη δική σου…» του είπε απαξιωτικά και τον πλησίασε απειλητικά σε απόσταση αναπνοής.
Ο γέρος τρόμαξε αλλά πριν προλάβει να πισωπατήσει, ένα παχύ δαχτυλίδι καπνού βγήκε ορμητικά από το στόμα του Ντίνου και εκσφενδονίστηκε στο πρόσωπό του. Τα μάτια του κοκκίνησαν, ζαλίστηκε και άρχισε να βήχει μανιωδώς, ξανά και ξανά, παλεύοντας να βρει τις ανάσες του.
Όταν κατάφερε να τις βρει, κοίταξε τον Ντίνο αποκαρδιωμένος. Μια θλίψη ένιωσε να του πλημμυρίζει τη ψυχή. Σκέφτηκε να κάνει μια προσπάθεια να του εξηγήσει πως δεν είχε σκοπό να τον προσβάλλει… Ρίχνοντας όμως ένα γρήγορο βλέφαρο στον εαυτό του, αισθάνθηκε ντροπή. Σαν παρακατιανός έμοιαζε δίπλα στον Ντίνο. Κάπου μέσα του μάλιστα, άρχισε να δικαιολογεί την αγενή του συμπεριφορά προς το πρόσωπό του. Μόνο μια τέτοια άρμοζε σε κάποιον με το παρουσιαστικό του. Δύο δάκρυα ελευθερώθηκαν από το κάθε του μάτι και κατηφόρισαν μέχρι τη γενειάδα του όπου και χάθηκαν μέσα στις θαμνώδεις τρίχες.
«Σου εύχομαι ολόψυχα τα καλύτερα παλικάρι μου και καλά Χριστούγεννα!» του είπε με τρεμάμενη φωνή ευελπιστώντας να δώσει ένα χαρμόσυνο τέλος στο συμβάν.
Ο Ντίνος δεν αντευχήθηκε τίποτα! Καθόταν κορδωμένος να τον παρακολουθεί με υπεροψία, σαν κάποιο ον ανώτερο… Το ύφος του έκανε την περηφάνεια του γέρου να εκμηδενιστεί.
«Ούτε καλά Χριστούγεννα δεν είμαι άξιος να μου πει…» σκέφτηκε από μέσα του και τα μάτια του άρχιζαν να βουρκώνουν πιο πολύ.
Με τον φόβο να μην κλάψει μπροστά του, μάζεψε με βιαστικές κινήσεις τα πράγματά του από το έδαφος και έφυγε άρον άρον βγαίνοντας με γοργό βήμα προς το χιονισμένο πλακόστρωτο δρόμο.
Ο Ντίνος βλέποντας τον να το βάζει στα πόδια άρχισε να χασκογελάει κοροϊδευτικά. Πέταξε το πούρο κάτω και το πάτησε με τη άκρη της μπότας του για να το σβήσει. Τότε ήταν που είδε στο πάτωμα τον πορσελάνινο Άι Βασίλη! Ο γέρος μέσα στη φούρια του είχε ξεχάσει να τον πάρει. Ενστικτωδώς, σκέφτηκε να βάλει μια φωνή και να τον ενημερώσει προτού χαθεί τελείως από το οπτικό του πεδίο. Κόμπιασε όμως, έκανε ένα βήμα και γονάτισε να τον σηκώσει. Τον έπιασε και άρχισε να τον ψηλαφίζει με περιέργεια. Χάιδεψε με τα ακροδάχτυλά του την βελούδινη στολή, το κόκκινο σκούφο, τη λευκή γενειάδα… Ένα σαρδόνιο χαμόγελο έκανε την όψη του να φωτοβολεί από ευχαρίστηση.
«Ότι πρέπει είναι για να τον στολίσω κάτω από το δέντρο μου!» σκέφτηκε και άρχισε να το κάνει νοερά εικόνα.
Εκείνη την στιγμή βγήκε από το κατάστημα φουριόζα η Γωγώ και του διέκοψε τις σκέψεις.
«Καλά αγάπη μου, άμα σου δείξω τί αγόρασα με τα λεφτά που περίσσεψαν από τις γόβες θα ξετρελαθείς!» κρατώντας τρεις τσάντες στα χέρια της
«Για δείξε μου…» της αποκρίθηκε ο Ντίνος.
«Όχι τώρα… Μετά που θα είμαστε μόνοι μας!» του είπε και του έκλεισε το μάτι πονηρά. «Εσύ τι είναι αυτό που κρατάς; Αγόρασες στολίδι για το σπίτι; Για να δω…Αχ τι όμορφος που είναι! Τόσο γυαλιστερός! Τόσο γλυκούλης! Από πού τον αγόρασες;»
«Πέρασε ένας πλανόδιος πωλητής και τον λυπήθηκα και είπα να τον αγοράσω…» απάντησε ετοιμόλογα εκείνος παίρνοντας παράλληλα ένα ψυχοπονιάρικο ύφος.
«Μπράβο ρε αγάπη μου. Καλά έκανες!»
«Δεν θα ταιριάζει τέλεια κάτω από δέντρο μας;» την ρώτησε προσδοκώντας της επιβεβαίωσή της.
«Τέλειος θα είναι! Θα ταιριάξει γάντι!»
«Άντε πάμε σπίτι τότε, να τον στολίσω κάτω από το δέντρο και να μου δείξεις τί είναι αυτό που αγόρασες…» της είπε και την αγκάλιασε για να περπατήσουν προς το αυτοκίνητό του.
Οδηγούσε για κάμποση ώρα μέσα στην κίνηση που είχε δημιουργηθεί στους δρόμους της Αθήνας από την χιονόπτωση. Δεν σκοτιζόταν όμως! Είχε ανάψει το κλιματιστικό της ολοκαίνουριας Mercedes του, είχε βάλει την αγαπημένη του μουσική στη διαπασών και κάθε τόσο έπιανε και το μπούτι της Γωγώς που σιγοτραγουδούσε ανέμελα. Που και που έριχνε και μια κλεφτή ματιά μέσω του καθρέφτη κοιτάζοντας στιγμιαία στο πίσω κάθισμα. Το παιχνίδισμα με τα φώτα που έκανε η πορσελάνη στο νέο του στολίδι, του επιβεβαίωνε ενδόμυχα, πως έπραξε σοφά με την επιλογή του να τον κρατήσει. «Παρά είσαι όμορφος για να βρίσκεσαι στο δρόμο…» είπε από μέσα του και χαμογέλασε, κοιτάζοντας παράλληλα προς το είδωλο του Άι Βασίλη στον καθρέφτη. Κατά έναν παράξενο τρόπο όμως του φάνηκε πως του χαμογέλασε κι εκείνος! Στην αρχή νόμιζε πως τον γελούσαν τα μάτια του και ξανακοίταξε πιο προσεκτικά, εστιάζοντας καλύτερα. Και τότε για μια στιγμή, θα έπαιρνε όρκο πως τον είδε να του κλείνει το μάτι! Τρόμαξε τόσο πολύ μάλιστα, που αυτομάτως πήρε το βλέμμα του από τον δρόμο και γύρισε απότομα να εξακριβώσει τι είχε γίνει. Το αμάξι βγήκε μερικά δευτερόλεπτα στο αντίθετο ρεύμα και τα διερχόμενα αυτοκίνητα άρχισαν να κορνάρουν εκνευρισμένα.
«ΤΙ ΚΑΝΕΙΣ;» φώναξε αμέσως η Γωγώ τρομοκρατημένη για να τον επαναφέρει.
Ο Ντίνος με μια απότομη κίνηση των χεριών του, έστριψε δεξιά το τιμόνι και ανέκτησε τον έλεγχο του αυτοκινήτου, ξεφυσώντας παράλληλα από ανακούφιση.
«Συγγνώμη ρε μανάρι μου! Δεν ήθελα να σε τρομάξω…Απλά νόμιζα πως είδα κάτι…» της είπε απολογητικά ενώ συνέχιζε να κοιτάει καχύποπτα τον καθρέφτη.
«Τι είδες;»
«Τίποτα δεν ήταν τελικά! Απλά με γελάσανε τα μάτια μου…»
«Δεν πειράζει ρε καρδούλα μου. Είσαι κουρασμένος, καταλαβαίνω! Τώρα θα πάμε σπίτι και θα σε κάνω εγώ να χαλαρώσεις…» του είπε και έτριψε με το χέρι της τον καβάλο του παντελονιού του.
Ο Ντίνος ένιωσε με γοργούς ρυθμούς το εσώρουχό του να τον σφίγγει. Πάτησε το γκάζι, έκανε μερικές παράτολμες προσπεράσεις, κόρναρε στους προπορευμένους οδηγούς και έκανε το κάθε τι δυνατό για να φτάσει στη μονοκατοικία του γρηγορότερα. Μετά από δέκα πέντε λεπτά, βρισκόταν στην Φιλοθέη και πάρκαρε το αυτοκίνητό στο ιδιωτικό του γκαράζ.
Τα φλογισμένα φιλιά, που έδιναν και έπαιρναν από την ώρα που έσβησε τη μηχανή, τον έκαναν να αισθάνεται έτοιμος να εκραγεί από την ηδονή. Ξεκλείδωνε ανυπόμονα την πόρτα του σπιτιού έχοντας την γλώσσα του στο στόμα της Γωγώς αλλά με το που μπήκανε μέσα, εκείνη τον έσπρωξε ελαφρά.
«Πάω πάνω να ετοιμάσω την έκπληξή σου και σε δύο λεπτά ανέβα…» του είπε και πήγε προς τις σκάλες που οδηγούσαν στο υπνοδωμάτιο.
Δάγκωσε με λαχτάρα τα χείλη του και την παρατηρούσε να απομακρύνεται κρατώντας τα ψώνια στα χέρια της. Εκείνος έμεινε να βαστάει το δικό του λάφυρο. Πέταξε το παλτό του στον καναπέ και πήγε προς το τρίμετρο φρεσκοκομμένο έλατο που είχε στολισμένο στο σαλόνι. Γονάτισε με ευλάβεια και τοποθέτησε τον Άι Βασίλη κάτω από το δέντρο, δίπλα ακριβώς από την γύψινη φάτνη που είχε αγοράσει από τα Harrods τα περσινά Χριστούγεννα. Σηκώθηκε, και κάνοντας ένα βήμα πίσω, έστεκε να θαυμάζει το τρόπαιό του με περηφάνεια.
«Κούκλε μου;» του φώναξε με τσαχπινιά η Γωγώ.
Ο Ντίνος γύρισε και την είδε να ποζάρει αισθησιακά στην κορυφή τη σκάλας. Φορούσε τις γόβες που τις είχε αγοράσει μαζί με ένα σετ από κόκκινα δαντελωτά εσώρουχα.
«Σ’ αρέσουν;» τον ρώτησε με σκέρτσο.
Δεν απάντησε. Είχε μείνει με ανοιχτό το στόμα. Άρχισε να ξεκουμπώνεται, να γδύνεται και να ανεβαίνει δυο δυο τα σκαλιά. Την άρπαξε στα στιβαρά του μπράτσα και τη σήκωσε ενώ εκείνη πέρασε τα πόδια της γύρω από το σώμα του. Πήγαν με φιλιά μέχρι την κρεβατοκάμαρα και πέσαν με μανία επί το έργον.
Για παραπάνω από μία ώρα πηδιόντουσαν σαν να μην υπήρχε αύριο και κραυγές πάθους αντιλαλούσαν στους τοίχους του σπιτιού. Ύστερα έκαναν ένα διάλειμμα να πάρουν μια ανάσα και μετά συνέχιζαν κατά αυτό τον τρόπο για άλλο τόσο ώσπου τα μεσάνυχτα αποκοιμήθηκαν.
Η ώρα πλησίαζε 3:00 και μια εκκωφαντική σιωπή είχε απλωθεί στο χώρο για τα καλά. Ξαφνικά, ένα μικρό ανεπαίσθητο «κρακ» που ακούστηκε κάτω από το δέντρο, διατάραξε την απόλυτη ησυχία… Και την αμέσως επόμενη στιγμή ακολούθησε άλλο ένα δυνατότερο. Και ακόμη ένα μετά από αυτό… Η μια μετά την άλλη άρθρωση από το κεραμικό σώμα του Άι Βασίλη, άρχισαν να συσπώνται κάνοντας ανατριχιαστικούς ήχους. Τα μικροσκοπικά του χέρια άρχισαν να τρίζουν, τα μάτια του να ανοιγοκλείνουν, τα πόδια του να τρέμουν… Ως δια μαγείας η πορσελάνη στο κορμί του άρχισε να μεταμορφώνεται σε ανθρώπινη σάρκα! Τα ζυγωματικά του απόκτησαν ένα ροδαλό χρώμα. Δόντια ξεφύτρωναν από το μισάνοιχτό στόμα του και νύχια στα δάκτυλά του. Τα πάντα πάνω του ζωντάνεψαν! Μέχρι και το ομοίωμα κεριού που κρατούσε μετατράπηκε σε πραγματικό. Η μικροσκοπική του φλόγα άρχισε να τρεμοπαίζει καθώς τη χτυπούσαν οι ριπές της εκπνοής του. Η ενσάρκωσή του είχε ολοκληρωθεί.
Άρχισε να τεντώνεται συνέχεια λες και προσπαθούσε να ξεπιαστεί. Σαν κάποιος που μόλις ξύπνησε από ένας βαθύ και πολύωρο ύπνο. Μετά πέταξε το σάκο του κάτω και πήγε προς το τραπεζάκι του σαλονιού. Ευτυχώς ήταν κοντό και με την άκρη του χεριού του κατάφερε να ακουμπήσει το κερί του στο τασάκι που ήταν ακουμπισμένο πάνω του. Ξεκίνησε και πήγε με αργά βήματα προς τις σκάλες που οδηγούσαν στην κρεβατοκάμαρα. Βάλθηκε να σκαρφαλώνει ένα- ένα τα σκαλοπάτια, σηκώνοντας κάθε τόσο με κόπο το βαρύ του σώμα. Το πείσμα του και η υπομονή του τον βοήθησαν και σε λίγα λεπτά είχε φτάσει ιδρωμένος στην είσοδο της κρεβατοκάμαρας. Έσπρωξε την μισάνοιχτη πόρτα και σκοτάδι απλώθηκε μπροστά του. Ο Ντίνος κοιμόταν μπρούμυτα από την μια πλευρά του κρεβατιού και από την άλλη η Γωγώ ανάσκελα. Πιάστηκε από το πάπλωμα που βρίσκονταν ριγμένο στο πλάι του κρεβατιού και άρχισε να αναρριχάται με δεξιοτεχνία προς το στρώμα. Μόλις πάτησε πάνω, το πόδι του Ντίνου κουνήθηκε προς το μέρος του. Δεν έχασε την ψυχραιμία του. Την τελευταία στιγμή, κάνοντας ένα βαθύ κάθισμα, έσκυψε και πέρασε ξυστά πάνω από τον σκούφο του.
Συνέχισε να περπατάει στις μύτες για να μην τους ξυπνήσει προσπαθώντας να ισορροπεί ανάμεσα στα σκεπάσματα. Όταν έφτασε στο δρύινο κεφαλάρι του κρεβατιού έκανε ένα σάλτο και πιάστηκε από την άκρη του. Έβαλε όση δύναμη είχε και κατάφερε να ανέβει πάνω του. Γύρισε μέτωπό προς το κεφάλι του Ντίνου που κειτόταν στο μαξιλάρι ακριβώς από κάτω. Κατέβασε με μια κίνηση τα παντελόνια του ελευθερώνοντας την πλαδαρή κοιλιά και το ζαρωμένο μικροσκοπικό καυλί του. Αφέθηκε και άρχισε να κατουράει. Ένας πολύ λεπτός πίδακας ούρων άρχισε να καταβρέχει τα πυκνά μαύρα μαλλιά του Ντίνου χωρίς να καταφέρνει ποτέ να τα μουσκέψει. Αλλά εκείνον δεν τον ενδιέφερε καθόλου… Καθόταν και ξελάφρωνε με ένα αμυδρό χαμόγελο στα χείλη και στο τέλος μάλιστα, τινάχτηκε σύγκορμος από ανακούφιση για να φύγουν και οι τελευταίες σταγονίτσες. Ανέβασε τα παντελόνια του και κατέβηκε από το κρεβάτι το ίδιο αθόρυβα όπως είχε ανέβει χωρίς να τον πάρει χαμπάρι κανείς. Και όταν έφτασε στις σκάλες άρχισε να κατεβαίνει τα σκαλοπάτια κάνοντας μικρά άλματα. Είχε φύγει ένα βάρος από πάνω του.
Καθώς πλησίαζε στο σαλόνι όμως, τράβηξε την προσοχή του, το δέντρο που ήταν τοποθετημένο στη γωνία. Δεν είχε προλάβει να το παρατηρήσει όταν ξύπνησε βρισκόμενος κάτω από τα κλαδιά του. Σταμάτησε και το χάζεψε για μερικά δευτερόλεπτα, έτσι κομμένο και στολισμένο που έστεκε, μακριά από το φυσικό του τοπίο, με μόνο σκοπό να ψυχαγωγεί τους ανθρώπους για είκοσι μέρες το χρόνο. Σαν ένας εποχιακός γελωτοποιός που μπορείς να πετάξεις στην ανακύκλωση όταν τον βαρεθείς… Ένα μειδίαμα απογοήτευσης πλημύρισε το πρόσωπό του και ένας μικρός αναστεναγμός βγήκε από το στόμα του.
Έκανε δυο βήματα και πήγε στο τραπεζάκι που είχε αφήσει το κερί. Η φλογίτσα του παρέμενε ακόμα αναμμένη και μικρές κηλίδες είχαν στάξει στο τασάκι. Το έπιασε και πλησίασε το δέντρο. Σήκωσε το χέρι του ελαφρώς έτσι ώστε η άκρη της φλόγας να φτάνει το πιο χαμηλό κλαδί. Περίμενε για μια στιγμή μέχρι να αρπάξει φωτιά και μετά το κατέβασε. Μετά πλησίασε τις κουρτίνες στις μπαλκονόπορτες κάνοντας το ίδιο και στο τέλος πέταξε το κεράκι στο χαλί. Πλησίασε το πορτ μαντό που βρισκόταν δίπλα από την πόρτα και άρχισε να σκαρφαλώνει πάνω του βιαστικά. Μόλις έφτασε στην κορυφή έκανε ένα άλμα και κρεμάστηκε με όλο του το βάρος απ’ το πόμολο πόρτας. Μόλις εκείνη άνοιξε έκανε ένα σάλτο και προσγειώθηκε ομαλά κάτω. Πήρε το σάκο του και βγήκε από το σπίτι.
Αφού περπάτησε κάμποσα μέτρα φτάνοντας σε απόσταση ασφαλείας, αποφάσισε να σταματήσει για να πάρει μια ανάσα. Άνοιξε τον σάκο του κι έβγαλε από μέσα ένα μικροσκοπικό πακέτο τσιγάρα. Πήρε από μέσα ένα και το άναψε θαυμάζοντας από μακριά το έργο του. Ήταν ένα χάρμα οφθαλμών! Οι φλόγες τύλιγαν με μανία το σπίτι φωταγωγώντας τον σκοτεινό ουρανό και από πάνω το χιόνι να πέφτει προσπαθώντας ανώφελα να τις δαμάσει.
Καθόταν και συλλογιζόταν αυτή την αέναη μάχη που λάμβανε χώρα μπροστά στα μάτια του… Ανάμεσα στη φωτιά και το νερό, το φως και το σκοτάδι, τη μέρα και τη νύχτα… Εξέπνευσε ένα δαχτυλίδι καπνού από το στόμα και το παρατηρούσε να αιωρείται. Χαμογέλασε και τα μάτια του έλαμψαν αντικατοπτρίζοντας τις φλόγες. Ύστερα γύρισε , έφυγε και χάθηκε μέσα στη νύχτα. Είχε να πάει και σ’ άλλα σπίτια…
~Δαμιανός Λαουνάρος