Η μαγεία της προσμονής

Ήταν τέλη του 1999. Ίσως αρχές του 2000, δεν είμαι σίγουρος. Θυμάμαι πως πήγαινα πρώτη γυμνασίου και μόλις είχε κυκλοφορήσει στους κινηματογράφους η “Έκτη Αίσθηση”. Επικρατούσε τότε φρενίτιδα και πανικός!  Διαφημίσεις στην τηλεόραση, συζητήσεις στο ραδιόφωνο, κριτικές στα περιοδικά, γιγαντοαφίσες στους δρόμους με το πρόσωπο του Bruce Willys. Όλοι ήθελαν να δουν αυτήν την ταινία που έκανε πάταγο στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Ήταν το πολιτιστικό δρώμενο της χρονιάς.

Εμείς ήμασταν δώδεκα και βιαζόμασταν να μεγαλώσουμε. Τι καλύτερο λοιπόν από το να δούμε και εμείς την ταινία για την οποία μιλούσαν όλοι οι μεγάλοι; Μια Δευτέρα, μόλις σχόλασα, παρακάλεσα τον αδερφό μου να με πάει με την μηχανή μέχρι τo village park στου Ρέντη. Ήταν η ναυαρχίδα της νεανικής διασκέδασης όταν άνοιξε. Κινηματογράφοι, εστιατόρια, καφετέριες, δισκάδικα, ηλεκτρονικά παιχνίδια, όλα μαζί στον ίδιο χώρο! Φτάσαμε, πήγα στο γκισέ και ζήτησα δύο εισιτήρια για το ερχόμενο Σάββατο. Πλήρωσα 1500 δραχμές για το καθένα με το χαρτζιλίκι μου, ποσό που ήταν ακριβότερο από τους συμβατικούς κινηματογράφους. Δεν με ένοιαξε καθόλου. Μόλις τα έλαβα στο χέρι μου τα κρατούσα σαν το ιερό δισκοπότηρο.

Την επόμενη μέρα στο σχολείο, έδωσα το ένα στον φίλο μου που μοιραζόμασταν το ίδιο θρανίο. Ο ενθουσιασμός του φάνηκε στα μάτια μου ακόμα μεγαλύτερός από τον δικό μου. Όλη την εβδομάδα περιμέναμε να έρθει το Σάββατο! Κουβαλούσαμε τα εισιτήρια πάνω μας από φόβο μην τα χάσουμε. Τα βγάζαμε από την τσέπη κρυφά την ώρα του μαθήματος και τα κοιτούσαμε. Ψηλαφίζαμε τις γραμματοσειρές με τον τίτλο της ταινίας, τον αριθμό της αίθουσας, της θέσης μας, την ώρα προβολής. Όλα μας φαίνονταν τόσο μαγικά! Λες και κρατούσαμε το εισιτήριο της πρόωρης ενηλικίωσής μας. Αυτό ισοδυναμούσε με τον παράδεισο για εμάς. Τόσο αφελείς ήμασταν…

Το Σάββατο ήρθε με έναν αργό, βασανιστικό αλλά συνάμα εθιστικό τρόπο. Πήγαμε νωρίτερα, παίξαμε ηλεκτρονικά, χαζέψαμε στα δισκάδικα νέους δίσκους και ακούσαμε μουσική. Πήραμε από ένα τεράστιο ποπ κορν, συνοδευόμενο από μια αντίστοιχου μεγέθους coca cola, και μπήκαμε στην αίθουσα. Καθίσαμε αναπαυτικά στα βελούδινα καθίσματα και απολαύσαμε την ταινία. Ύστερα φάγαμε από ένα μπέργκερ και πήραμε τον δρόμο της επιστροφής με τα πόδια.

Περάσαμε όμορφα. Και η ταινία καλή ήταν, δεν λέω. Δεν συγκρίνεται όμως με τα συναισθήματα που βίωσα από την προσμονή μέχρι να την δω! Και από τότε, συνήθισα να ψάχνω κάτι να περιμένω. Κάτι να με συγκινήσει. Κάτι να λαχταρώ…Ίσως είναι μια κακή συνήθεια. Ίσως να χρειάζομαι ψυχολόγο. Όποιος λαχταράει όμως με την ψυχή του κάτι, εκτιμάει περισσότερο την προσμονή από το αντικείμενο του πόθου του. Και αυτό, το δίχως άλλο, αποτελεί μια λύτρωση.

-Δαμιανός Λαουνάρος

 

share this:

Facebook
Twitter