Ένας τυπικός έλεγχος

Τη στιγμή που τα γράφω αυτά τα χέρια μου τρέμουν… Για να ηρεμήσω, πίνω μια κούπα ζεστού καφέ και ρουφάω απανωτές τζούρες από το ηλεκτρονικό τσιγάρο. Δεν το περίμενα να ξεκινήσει έτσι η μέρα μου και πιάστηκα εξαπίνης…

Σηκώθηκα το πρωί, έβαλα πρώτα στο σκυλί μου να φάει και ύστερα πήγα στο λουτρό. Βγήκα και πήγα στην κουζίνα να χτυπήσω μερικά αυγά να φάω. Τα χτυπούσα βιαστικά μέσα στο μπολ, με αποτέλεσμα να εκσφενδονιστεί μια ριπή από τον κρόκο και να προσγειωθεί στο αριστερό μπατζάκι της φόρμας μου. Δεν το σκούπισα, το άφησα όπως ήταν να στεγνώσει, και έριξα τα χτυπημένα αυγά στο τηγάνι. Ύστερα έκοψα λίγο καφέ στο μύλο και έφτιαξα έναν διπλό εσπρέσο. Έφτιαξα και έναν διπλό macchiato για την Δήμητρα που μόλις είχε ξυπνήσει. Ήπια μια γουλιά μέχρι να ετοιμαστεί η ομελέτα. Ήπια ακόμη μία και ρούφηξα καπνό από το τσιγάρο. Γύρισα την ομελέτα. Ήπια άλλη μία γουλιά καφέ. Σήκωσα το τηγάνι και έριξα την ομελέτα σε ένα πλαστικό πιάτο. Κάθισα όρθιος μπροστά από τον νεροχύτη και άρχισα να τρώω. Δοκίμασα και δεν μου άρεσε. Είχα ξεχάσει να ρίξω αλάτι και πάπρικα στο μίγμα. Έριξα λίγο από πάνω και ξαναδοκίμασα. Τρωγόταν. Μέσα σε δυο λεπτά την είχα καταπιεί.

Πήρα την κούπα με τον καφέ και πήγα προς το γραφείο μου. Το σκυλί με ακολούθησε κουνώντας την ουρά του. Της άνοιξα τη σόμπα και της είπα να περιμένει. Υπάκουσε και πήγε και κουλουριάστηκε στα πόδια της Δήμητρας. Κάθισα στην καρέκλα και άνοιξα το “Ιστορίες μιας θαμμένης ζωής” και άρχισα να διαβάζω. Διάβασα για κανένα εικοσάλεπτο κάνοντας μορφασμούς και κάθε τόσο έπινα καφέ. Η κούπα άδειασε πιο γρήγορα απ’ όσο θα ήθελα. Ένιωθα να χρειάζομαι περισσότερη καφεΐνη. Σηκώθηκα να φτιάξω και μια δεύτερη αλλά το σκυλί μου γάβγισε. Είπα να πνίξω την επιθυμία μου και να το πάω πρώτα βόλτα. Κι αυτό έκανα. Φόρεσα παπούτσια, ένα μπουφάν και του πέρασα το λουρί. Πριν βγούμε από την πόρτα συνειδητοποίησα πως το ηλεκτρονικό μου τσιγάρο είχε αδειάσει. Έπιασα το μπουκαλάκι με τον υγρό καπνό, το άνοιξα και το γέμισα. Μόλις το έκλεισα όμως, μια μικροσκοπική σταγονίτσα καπνού εκσφενδονίστηκε και μου μπήκε στο αριστερό μάτι! Έτσουξε πολύ και θόλωσε η όρασή μου! Βλαστήμησα υπόκωφα! Το έτριψα για μερικά δευτερόλεπτα κρατώντας το κλειστό. Μόλις σταμάτησε να τσούζει τράβηξα το λουρί και βγήκα από σπίτι.

Κατέβηκα κάτω και άνοιξα την πόρτα της πολυκατοικίας. Ένας άχαρος ήλιος είχε βγει για τα καλά και δεν είχα πάρει είδηση πως είχε βρέξει. Το οδόστρωμα κάτω ήταν ολισθηρό και γεμάτο λιμνάζοντα νερά. Το απεχθάνεται ο σκύλος μου αυτό. Το πήρα αγκαλιά και το πέρασα απέναντι σε ένα πλακόστρωτο πεζόδρομο, που για έναν περίεργο λόγο, δεν κρατάει ποτέ νερά όσα καντάρια βροχής και να ρίξει. Με το που το ελευθέρωσα από την αγκαλιά μου έκανε την ανάγκη της. Τα μάζεψα σε ένα σακουλάκι και περίμενα λίγο. Η όραση από το αριστερό μου μάτι συνέχιζε να θολώνει και να ξεθολώνει κάθε φορά που ανοιγόκλεινα τα βλέφαρά μου. Το σκυλί μύριζε κάποιες γωνιές και μαρκάρισε κάποιες άλλες κατουρώντας τες. Ύστερα σταμάτησε και περίμενε. Το έπιασα το νόημα, το πήρα αγκαλιά και πήγαμε προς το σπίτι.

Ανέβηκα πάνω και βρέθηκα σε δίλημμα. Να φτιάξω την πολυπόθητη δεύτερη κούπα καφέ και να συνεχίσω το διάβασμα ή να πάω να ταχυδρομήσω το νέο μου χειρόγραφό για να το κατοχυρώσω πριν το στείλω στον εκδοτικό; Επέλεξα το δεύτερο για να αποφύγω την ουρά αναμονής στο ταχυδρομείο. Πήρα στο ένα χέρι τον μαύρο φάκελο με τις τρακόσιες και βάλε σελίδες μέσα, και με το άλλο πήρα δύο σακούλες σκουπίδια που είχα αφήσει δίπλα στην είσοδο του σπιτιού από εχθές. Άνοιξα την πόρτα και βγήκα έξω.

Περπάτησα αγκομαχώντας μέχρι τη γωνία, γιατί τα σκουπίδια ήταν βαριά και παράλληλα η όραση μου συνέχιζε να θολώνει και να ξεθολώνει. Πέταξα τα σκουπίδια στον κάδο και άρχισα να περπατάω τρίβοντας το μάτι μου.

«Δεν ξεκίνησε καλά η μέρα σήμερα…» ξεστόμισα στο κενό ίσα ίσα για να το ακούσω και να το εμπεδώσω.

Βλαστήμησα άλλη μία φορά από μέσα μου και συνέχισα προς το ταχυδρομείο, τρίβοντας το μάτι μου ξανά και ξανά. Αρχίδια όμως! Μια έβλεπα μια όχι! Σκέφτηκα πως έπρεπε να του είχα ρίξει νερό αμέσως αφότου έγινε η μαλακία. Σχεδόν μίσησα τον εαυτό μου που δεν το έκανε. Έπρεπε να ανέβω πάλι πάνω και να πάω στο λουτρό. Προτίμησα για να μην χάνω χρόνο, να περπατήσω 100 μέτρα πιο κάτω από το σπίτι μου και να πάω στο ψιλικατζίδικο.

Μπήκα μέσα και αγόρασα ένα μπουκαλάκι νερό. Βγήκα, το άνοιξα και ήπια μια γρήγορη γουλιά. Ύστερα έβαλα τον φάκελο κάτω από την δεξιά μου μασχάλη και σήκωσα τα γυαλιά ηλίου στερεώνοντας τα στο κεφάλι. Έριχνα νερό στη χούφτα μου και έκανα πλύσεις στο μάτι κάνοντας μικρά βήματα. Φοβήθηκα μην βρέξω το χειρόγραφο και σταμάτησα στο πεζοδρόμιο δίπλα από ένα τηλεφωνικό ΚΑΦΑΟ. Στερέωσα τον φάκελο ανάμεσα στο πεζοδρόμιο και στον τοίχο μιας διπλοκατοικίας που βρισκόταν δίπλα μου και στηρίχτηκα για λίγα δεύτερα εκεί προσπαθώντας να βρω το φως μου.

Εκείνη ακριβώς τη στιγμή δύο μηχανές ΔΙΑΣ περάσαν από μπροστά μου με τέσσερις αναβάτες να με κοιτάζουν καχύποπτα… Τους κοίταξα κι εγώ αδιαφορώντας με το δεξί μου μάτι γιατί το αριστερό το ξέπλενα. Σταματάω μετά από λίγο και πίνω μια γουλιά από το νερό. Ένιωσα την όρασή μου να επανέρχεται στα φυσιολογικά της και έβγαλα ένα επιφώνημα ανακούφισης! Και πάνω που πάω να σηκώσω τον φάκελο από το πάτωμα για να συνεχίσω το δρόμο μου, οι δύο μηχανές ΔΙΑΣ εμφανίζονται ξανά και σταματούνε μπροστά μου… Τέσσερις τύποι κατεβαίνουν, οι τρεις με full face μάσκα και κράνος στο κεφάλι, και με πλησιάζουν. Ο τέταρτος χωρίς μάσκα, βγάζει το κράνος και κατεβαίνει τελευταίος, πλησιάζοντας με ύφος Τζον Γουέιν, που σκανάρει από πάνω έως κάτω τον αντίπαλο του στην άγρια δύση.

«Έλεγχος!» μου λέει αυστηρά και κοφτά ο ένας με τη μάσκα.

«Ναι μάλιστα.» λέω με ψυχραιμία εγώ και πάω να πιάσω το πορτοφόλι από την τσέπη του μπουφάν για να του δείξω την ταυτότητα.

«ΌΧΙ, ΌΧΙ! ΠΕΡΙΜΕΝΕ..» μου λέει και με σταματάει έντρομος. «Να σε ψάξω πρώτα!»

Κάπου εκεί άρχισα να ξεφυσάω και να κατηγορώ νοερά τον εαυτό μου που δεν κάθισα να πιω αυτή τη ρημαδοκούπα καφέ…

Ο τύπος με τη μάσκα κατάλαβε τη δυσφορία μου. Και οι άλλοι τρεις επίσης.

«Σηκώστε λίγο τα χέρια σας και ανοίξτε ελαφρά τα πόδια σας.»

Το έκανα χωρίς να πω τίποτα. Ο Τζον Γουέιν με παρατηρούσε όλη αυτήν την ώρα.

«Έχετε απασχολήσει ποτέ την αστυνομία κύριε;» με ρώτησε με ύφος εκατό καρδιναλίων.

«Όχι!» του λέω ξαφνιασμένος από την ερώτηση εγώ.

«Τι έχετε στις τσέπες σας» με ρωτάει ο άλλος που με έψαχνε.

«Κινητό, κλειδιά, πορτοφόλι…»

«Έχετε τίποτα παράνομο πάνω σας;» με ρώτησε πριν προλάβω να ολοκληρώσω.

«Όχι.»

«Για αδειάστε τις!»

Βγάζω το πορτοφόλι, τα κλειδιά, τα Bluetooth ακουστικά και του τα δίνω. Τα παίρνει από το χέρι μου και τα δίνει στον Τζον Γουέιν που τα πιάνει και τα περιεργάζεται λες και πρόκειται για πυροκροτητές πυρηνικής βόμβας. Έβλεπα πως θα πάει μακριά η βαλίτσα…

«Εκατό μέτρα πιο κάτω μένω παιδιά…» είπα σε μια προσπάθεια μου να επισπεύσω την διαδικασία. «Πάω στο ταχυδρομείο να ταχυδρομήσω τον φάκελο…» συμπλήρωσα, και τους τον έδειξα στο πάτωμα δίπλα από το ΚΑΦΑΟ, μιας και δεν τον είχαν πάρει χαμπάρι τα λαγωνικά.

Αυτομάτως ο Τζον Γουέιν και οι άλλοι δύο κουκουλοφόροι άρχισαν να ψάχνουν καχύποπτα, πίσω και γύρω από το ΚΑΦΑΟ!

«Δεν γίνεται να το ζω αυτό!» σκέφτηκα αγανακτισμένος και ασυναίσθητα, έκανα να σηκώσω το φάκελο με το χειρόγραφό μου από το πάτωμα.

«ΆΣΤΟ ΚΑΤΩ!» μου λέει ο τέταρτος, με αυστηρό ύφος σαν τον Bruce Willies στο Die Hard.

Ήμουν στα όρια να γελάσω από τα νεύρα μου αλλά συγκρατήθηκα, γιατί δεν θέλανε και πολύ να με πάνε μέσα. Οι τύποι δεν ξέρω τι έψαχναν και ποιον αλλά σίγουρα σηκώθηκαν το πρωί διψώντας για δράση, αίμα και σαματά…

Αφού συνειδητοποίησαν, μάλλον απογοητευμένοι, πως δεν υπήρχε τίποτα το ύποπτο στο ΚΑΦΑΟ, σταμάτησαν να το περιεργάζονται, και ο Τζον Γουέιν αφοσιώθηκε στα πράγματά μου και πάλι. Τον κοίταζα να ανοίγει το πορτοφόλι μου και να κοιτάει τι έχω μέσα… Ένα εικοσάρικο είχα, την ταυτότητα, τις κάρτες και κάτι ψιλά.

«Εδώ πιο κάτω μένετε είπατε;»

«Ναι εκεί!» του είπα δείχνοντας και λέγοντας τον αριθμό της διεύθυνσης.

«Μάλιστα! Για δώστε μου την ταυτότητα σας…» μου είπε και μου έδωσε το πορτοφόλι μου πίσω…

Πόσο γελοίο μου φάνηκε αυτό!  Ήθελα να του μιλήσω σοβαρά και να του πω: «Έλα μπέσα τώρα, πλάκα μου κάνεις! Δεν γίνεται! Πες ότι μου κάνεις πλάκα σε παρακαλώ! Αφού ρε ξεφτέρι μου έχεις πάρει φόρα και έχεις ήδη ανοίξει το πορτοφόλι χωρίς να ρωτήσεις! Έτσι απλά, επειδή σου φάνηκα κάπως όταν με είδες στο δρόμο και με σταμάτησες για να τονώσεις λιγάκι τον πληγωμένο ανδρισμό σου… Το έχεις ανοίξει για τα καλά, το έχεις ψάξει, έχεις δει την ταυτότητα μου άλλα δεν κάνεις κίνηση να την τραβήξεις. Το θεωρείς πρέπον, με μια απέλπιδα προσπάθεια που ξεχειλίζει κίβδηλη ευγένεια, να μου τη ζητήσεις τώρα να στη δώσω;;;»

Κατάλαβα πως άδικα αναρωτιόμουν μιας κι είχα να κάνω με πνευματικούς νάνους. Του έδωσα την ταυτότητα και δεν είπα τίποτα. Τον κοιτούσα να την παίρνει να την επεξεργάζεται και να τη δίνει στον άλλον κουκουλοφόρο. Εκείνος την έβγαζε φωτογραφίες ξανά και ξανά. Ύστερα ο Τζον Γουέιν σήκωσε τον φάκελο μου από το πάτωμα.

«Μπορώ να τον ανοίξω;»

Άχου το μωρέ το γλυκούλι! Με ρώτησε αυτή τη φορά η ψυχούλα μου…

«Ελεύθερα!» του είπα εγώ χαμογελώντας γιατί καταλάβαινα πως με γλεντούσε.

Τον άνοιξε και κοίταξε το σύγγραμμά μου με απορία. Πιθανόν να περίμενε να είχα αναρχικές προκηρύξεις μέσα…

«Συγγραφέας είμαι και πάω να το ταχυδρομήσω στον εαυτό μου για να κατοχυρώσω τα πνευματικά δικαιώματα.» του είπα.

Δεν απάντησε. Συνέχιζε να τα κοιτάει.

«Τι συμβαίνει ρε παιδιά;» ρώτησα με απορία τους υπόλοιπους.

«Ένας τυπικός έλεγχος!» μου αποκρίθηκε ο κουκουλοφόρος με το ύφος του Bruce Willies.

«Τυπικός;;»

«Ναι… Δεν σας έχουν ξανά κάνει;»

«Μια φορά στα 15 μου…»

«Μόνο;;;» με ρώτησε αυτός σοβαρά, δείχνοντας να απορεί στα αλήθεια.

«Α, καλά… Έχω να κάνω με τέρμα ηλίθιους…» σκέφτηκα και κοίταξα απογοητευμένος το πάτωμα.

«Καπνίζετε κύριε;» με ρώτησε στο ξεκάρφωτο ο Τζον Γουέιν.

«Ναι! Ηλεκτρονικό…» του είπα και το έβγαλα από την τσέπη στο πέτο που το είχα τοποθετήσει και το κράτησα για να του το δείξω.

«Μάλιστα, μάλιστα..» είπε αυτός, ενώ την ίδια στιγμή ο Bruce Willies έψαχνε την τσέπη στο πέτο μήπως είχα και τίποτα άλλο μέσα.

Μόλις σιγουρεύτηκε πως δεν είχα κάτι μου έδωσαν τα πράγματα μου.

«Καλή σας μέρα κύριε…» είπε ο Τζον Γουέιν, επιβιβάστηκαν στις μηχανές και έφυγαν…

Συνέχισα το δρόμο μου μέχρι το ταχυδρομείο και σκεφτόμουν όλο αυτό που έγινε βρίζοντας και βλαστημώντας. Έφτασα στο ταχυδρομείο και είχε ουρά αναμονής. Τέσσερα άτομα ήταν μέσα και άλλος ένας έξω. Πήγα και στάθηκα από πίσω του. Ούτε δευτερόλεπτα δεν πέρασαν και μια γριά καλοχτενισμένη και περιποιημένη ήρθε και στάθηκε από πίσω μου. Η ουρά προχώρησε και ο μπροστινός μου μπήκε μέσα στο κατάστημα.

«Περάστε εσείς δεν βιάζομαι εγώ.» είπα στη γριά και έκανα ένα βήμα δεξιά για να της παραχωρήσω τη θέση μου

«Να είσαι καλά παλικάρι μου. Δεν χρειάζεται.» είπε και μου χαμογέλασε μέσα από τη μάσκα που φορούσε στο στόμα.

Δεν είπα κάτι. Περίμενα για πέντε λεπτά. Η ουρά προχώρησε και έπρεπε να μπω μέσα εγώ.

«Θέλετε να περάσετε εσείς μέσα που έχει καρέκλα να κάτσετε; Για να μην κάθεστε όρθια το λέω…» της είπα γυρίζοντας πάλι προς το μέρος της.

«Δεν θέλω παλικάρι μου… Καλύτερα έξω! Άσε γιατί κυκλοφορούν ιώσεις…Σε ευχαριστώ πάντως!»

«‘Όπως νομίζετε…»

«Πάντα τόσο ευγενικός είσαι με όλους;» με ρώτησε με καλοσύνη.

« Όχι…» της απάντησα εγώ.

Κοιταχτήκαμε για λίγο στα μάτια και ανταλλάξαμε ένα χαμόγελο. Έδειξε να καταλαβαίνει τι εννοώ…

Ήρθε η σειρά μου και μπήκα μέσα. Πλησίασα στο γκισέ και είπα στην κοπέλα πως ήθελα να στείλω ένα συστημένο δέμα. Μου έφερε έναν μεγάλο κίτρινο ταχυδρομικό φάκελο και έγραψα πάνω αριστερά αλλά και κάτω δεξιά τα στοιχεία μου. Έβαλα το χειρόγραφο μέσα, της το έδωσα και το ακούμπησε στη ζυγαριά. Ένα κιλό και τετρακόσια τέσσερα γραμμάρια… Ποσό πληρωμής: 7 ευρώ και 40 λεπτά, συμπεριλαμβανομένου του φακέλου. Τα πλήρωσα. Και αν συνυπολογίσεις και τα 24 ευρώ και 80 λεπτά, που πλήρωσα πριν λίγες μέρες για να το κατοχυρώσω και ηλεκτρονικά, μας κάνουν 32 ευρώ και 20 λεπτά! Ένιωσα ευγνώμων που είχα τη δυνατότητα να το καλύψω μόνος μου το ποσό αυτή την φορά. Στο πρώτο μου βιβλίο(πριν δυο χρόνια) η κατοχύρωση έγινε με δανεικά χρήματα…

Βγήκα έξω και άρχισα να περπατάω για το σπίτι. Θυμήθηκα το σκηνικό με τα όργανα της τάξης και άρχισα να θυμώνω. Και όσο πιο πολύ το σκεφτόμουν τόσο πιο πολύ θύμωνα. Δεν μπορούσα να το ελέγξω. Μου έβγαινε πηγαία.  Όταν είχα φτάσει σπίτι είχα γίνει πλέον έξω φρενών. Άνοιξα την πόρτα σαν μαινόμενος ταύρος. Η Δήμητρα ξαφνιάστηκε και σηκώθηκε από το καναπέ ρωτώντας με τι είχε γίνει. Της είπα τα καθέκαστα και κουνούσε το κεφάλι της από απέχθεια.

«Μα καλά δεν είπες τίποτα;» με ρώτησε.

«Τι να πω; Πλάκα μου κάνεις κι εσύ;»

«Μα σου έψαχναν τα προσωπικά σου αντικείμενα για να σου κάνουν έναν τυπικό έλεγχο;»

«Ναι!»

«Έπρεπε να μην τους αφήσεις…»

«Αν δεν τους άφηνα, αν έλεγα το οτιδήποτε θα με έπαιρναν μέσα…»

«Στα καλά καθούμενα;»

«Ναι! Γιατί; Σου φαίνεται περίεργο; Όταν εγώ και ο καθένας σαν εμένα που έχει γένια, τατουάζ, σκουλαρίκια, και φοράει μια φθαρμένη φόρμα και βγαίνει έξω ατημέλητος, αυτομάτως θεωρείται σαν να προκαλεί την τύχη του ενάντια στα όργανα της τάξης. Γιατί χωρίς εμάς που θα βρουν την ευκαιρία να κάνουν επίδειξη της εξουσίας τους; Αμφιβάλω αν με σταματούσαν για παράδειγμα, αν ήμουν ντυμένος στην τρίχα με κουστούμι ή αν είχα ένα κουτσούβελο χαρωπό ανά χείρας ή αν συνόδευα καμιά κομψή τύπισσα με ταγέρ. Όταν δεν ανήκεις σε αυτές τις κατηγορίες, ένας πρωινός περίπατος μέχρι τη γωνία καταλήγει σε ένα “τυπικό έλεγχο” στο άψε σβήσε…»

Δεν απάντησε κάτι. Ούτε κι εγώ το συνέχισα. Συμφωνήσαμε με τη σιωπή μας. Έφτιαξα την κούπα καφέ που λαχταρούσα από το πρωί και κάθισα κάτω να τα γράψω μήπως ηρεμήσω. Τουλάχιστον αυτό το κατάφερα.

~Δαμιανός Λαουνάρος

Πειραιάς 23-1-23

share this:

Facebook
Twitter
Scroll to Top