Ένα βράδυ στο σαλόνι μου
Η οθόνη του υπολογιστή φωτεινή. Ένα έγγραφο Word, ανοιγμένο μπροστά μου. Κενές σελίδες. Ο κέρσορας αναβοσβήνει και περιμένει ανυπόμονα το κτύπημα των πλήκτρων. Έχει αρχίσει να με εκνευρίζει. Σταματάω να την κοιτάζω και στρέφω το βλέμμα γύρω μου. Σκόρπιες λέξεις και σημειώσεις, σε χειρόγραφα που είναι απιθωμένα πάνω στο γραφείο και δίπλα από το πληκτρολόγιο. Δεν βγάζω νόημα. Τι διάολο σκεφτόμουν όταν τα έγραφα;
Το ψυγείο στο βάθος αριστερά, κάνει έναν ενοχλητικό υπόκωφο θόρυβο που μου τρυπάει τα μηνίγγια. Θέλω να πάω να το κλωτσήσω αλλά ποιος αγοράζει καινούριο ψυγείο μετά! Κάθομαι στα αυγά μου και κοιτάζω προς την τηλεόραση. Είναι ανοιχτή και παίζει στο αθόρυβο μια διαφήμιση για ένα απορρυπαντικό πλυντηρίου. Σηκώνομαι απότομα από την καρέκλα και την κλείνω. Γυρίζω στο γραφείο και κάθομαι μπροστά από την οθόνη. Ο κέρσορας αναβοσβήνει πάλι. Συγχίζομαι. Κοιτάζω το μπαρ που κρέμεται στον τοίχο απέναντί μου. Ίσως να χρειάζομαι ένα ποτό για να χαλαρώσω, σκέφτομαι. Σηκώνομαι και πάω στο μπαρ. Βγάζω ένα ποτήρι από το σκρίνιο και το γεμίζω τρία δάκτυλα Jack χωρίς πάγο. Γυρίζω στην καρέκλα του γραφείου και κάθομαι. Ανάβω ένα τσιγάρο και πίνω μια γερή γουλιά. Κοιτάζω τον κέρσορα στην οθόνη. Ξανά ρουφάω μια καλή από το τσιγάρο και πίνω άλλη μια γερή γουλιά από το ποτήρι. Απογοητεύομαι. Σβήνω το τσιγάρο και γέρνω στο γραφείο με τις δύο παλάμες να κρύβουν τα μάτια μου. Στέκομαι έτσι αρκετά λεπτά μέσα σε απόγνωση.
«Αυτό το μαραφέτι που έχεις στην τηλεόραση έχει καμιά καλή τσόντα να δούμε ή τσάμπα το πληρώνεις;»
Τρόμαξα και τινάχτηκα πίσω στην πλάτη της καρέκλας. Γυρίζω το κεφάλι μου αριστερά στον καναπέ και τον βλέπω. Κάθεται εκεί αραχτός και κρατώντας το τηλεκοντρόλ θέτει την τηλεόραση σε λειτουργία και πάλι. Φοράει ένα γκρι, φαρδύ και κάπως χαχόλικο παντελόνι και στα πόδια του, ταλαιπωρημένα μαύρα παπούτσια. Ένα καφέ κοτλέ σακάκι πάνω από ένα κιτρινωπό σταβοκουμπωμένο πουκάμισο, σκεπάζει τους ώμους του. Το πρόσωπο του μέσα στις λακκούβες και μερικές γκρίζες τρίχες, ακανόνιστες να φυτρώνουν από το πηγούνι του. Τα μαλλιά του αχτένιστα και ατημέλητα, γκρίζα και λαδωμένα προς τα πίσω. Δεν μπορεί να είναι αυτός, λέω από μέσα μου.
«Μαλακίες δεν έχει τίποτα. Ούτε ένα μουνί να δούμε.» είπε και έκλεισε την τηλεόραση.
Βγάζει ένα κουτάκι μπύρας από την εσωτερική τσέπη στο σακάκι του και το ανοίγει. Πίνει με μαεστρία δύο γουλιές και μου λέει:
«Βάλε λίγο Μπραμς να ακούσουμε ή έστω την ένατη του Μπετόβεν για να κατέβει η μπυρίτσα όμορφα…»
Κάθομαι αποσβολωμένος. Δεν κάνω τίποτα. Δεν μπορώ να κάνω τίποτα.
«Άφησε τον Χανκ*. Βρίσκεται σε σύγχυση. Σε μία άρνηση θα έλεγα καλύτερα.»
Δίπλα από τον Χανκ καθισμένος στο χαλί μου οκλαδόν, εμφανίστηκε κι άλλος τώρα. Φοράει λευκό κοντομάνικο πουκάμισο. Είναι παχύς αρκετά και στην κοιλιά του φαίνεται να τον στενεύει το υφασμάτινο μαύρο παντελόνι του. Τα μαλλιά του γκρίζα κοντοκουρεμένα και καλοχτενισμένα, ασορτί με το μουσάκι που του σκεπάζει περιμετρικά το σαγόνι και το στόμα του. Φοράει γυαλιά μυωπίας και με κοιτάζει με ένα χαμόγελο δείχνοντας να καταλαβαίνει απόλυτα, την κατάσταση στην οποία βρίσκομαι.
«Μου θυμίζεις τον γιο μου να ξέρεις. Και έχετε και το ίδιο όνομα. Αν μη τι άλλο, μόνο καρμικό θα μπορούσε να χαρακτηριστεί αυτό.» μου είπε.
Δεν απαντάω τίποτα πάλι. Δεν μπορώ.
«Όταν νιώσεις έτοιμος να αποδεχτείς αυτό που συμβαίνει τώρα, μπορείς να μας μιλήσεις, δεν δαγκώνουμε. Σκέψου ποιος σκλάβος θα ήθελες να είσαι;» μου είπε χαμογελώντας.
Δεν είναι δυνατό αυτό που συμβαίνει, σκέφτομαι. Κάτι δεν πάει καλά με μένα. Ή ονειρεύομαι ή τρελάθηκα. Αλλά αν ονειρεύομαι δεν θέλω να ξυπνήσω. Οπότε καλύτερα να είμαι κι επισήμως ένας τρελός.
Μια φωνή ακούστηκε και απάντησε λες και άκουσε τη σκέψη μέσα από το κεφάλι μου:
«Μπορεί να είσαι τρελός μπορεί και όχι. Μπορεί να βρίσκεσαι σε μία άρνηση όπως είπε ο Χόρχε*. Αν και είτε ισχύει αυτό είτε το άλλο, στον μάταιο τούτο κόσμο που ζούμε το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να συνεχίσεις να σπρώχνεις τον βράχο. Όπως ο Σίσυφος. Όσο παράδοξο και αν σου φαίνεται αυτό.»
Καθόταν όρθιος και κοιτούσε έξω από το παράθυρο με μια μισοτελειωμένη γόπα τσιγάρου στο στόμα. Με το μαύρο καλοσιδερωμένο του κουστούμι και από πάνω την επίσης μαύρη τσόχινη καμπαρντίνα του, με τους σηκωμένους γιακάδες. Είχε τα χέρια στις τσέπες και αγνάντευε το αστικό τοπίο έξω από το παράθυρο μου.
Μέχρι να συνειδητοποιήσω την νέα άφιξη στο σαλόνι μου, μια άλλη φιγούρα στέκεται στο μπαρ μπροστά από το γραφείο και τραβάει την προσοχή μου. Φοράει παντελόνι καφέ και πουκάμισο άσπρο. Πάνω από το πουκάμισο του, ένα πλεκτό γιλέκο στο ίδιο χρώμα με το παντελόνι, να κρέμεται από τους ώμους του. Με έχει πλάτη και δεν βλέπω το πρόσωπο του. Σερβίρει τον εαυτό του ένα ουίσκι με σόδα. Γυρίζει μέτωπο προς εμένα και κοιτάζει το ποτό που κρατάει στο χέρι του. Η γενειάδα του είναι περιποιημένη, μακριά και γκρίζα. Κατεβάζει μονορούφι με μια κίνηση το ποτό το ποτό του.
«Ωραία τα λες Αλμπέρ* αλλά εδώ το παλικάρι μας, προσπαθεί να βρει έμπνευση να γράψει. Μην το ζαλίζεις άλλο με τη φιλοσοφία. Θέλει κανείς ένα ποτό;»
Ο Χανκ πετάγεται από τον λήθαργο που βρισκόταν και αφήνει το άδειο κουτάκι μπύρας στο τραπεζάκι του σαλονιού.
«Βάλε μου κι εμένα ένα ουίσκι με νερό ρε Πάπα Χεμ*.»
Ο Χεμ βάζει τα δύο ποτά. Τον βλέπω να περνάει σε απόσταση αναπνοής από δίπλα μου να και να δίνει το ένα στον Χανκ. Τσουγκρίζουν και πίνουν μια γουλιά από τα ποτήρια τους. Γυρίζει και στέκεται μπρος μου πάλι, με το ποτό στο χέρι.
«Αυτό που πρέπει να κάνεις είναι να πας κανένα ταξιδάκι μικρέ, να ξελαμπικάρεις λίγο. Μια βόλτα στην rue de la bûcherie στο Παρίσι, δίπλα από το ποτάμι, πίνοντας και ένα αψέντι στα τοπικά μπαράκια, θα ήταν ότι πρέπει. Ή αν θες πήγαινε για σαφάρι, να ανέβει λίγο η αδρεναλίνη σου. Ή έστω για ψάρεμα. Τόσες θάλασσες έχετε εδώ γύρω. Σαν της Κούβας δεν είναι αλλά την έμπνευση σου θα την βοηθήσει.»
Ο Χόρχε που παρακολουθούσε σιωπηλός και καθισμένος στο χαλί μου, τον διέκοψε.
«Δεν πρόκειται να του έρθει έμπνευση όπου και αν πάει, αν δεν αποδεχτεί πρώτα τον εαυτό του για αυτό που πραγματικά είναι.»
«Καλά λέει ο Χόρχε.» πετάχτηκε ο Χανκ και πρόσθεσε κοιτάζοντας προς τον Χεμ.
«Είδαμε και σένα, που πήγες, έκανες τα σαφάρι σου, γύρισες και τίναξες τα μυαλά σου στον αέρα. Αντί να γνωρίσεις ένα γκομενάκι από κάποιο μπαρ να σου απαλύνει τον πόνο με τα ψηλοτάκουνα και τα βυζάκια της.»
«Αυτό είναι το πρόβλημα με εσένα Χανκ. Πάντα επιλέγεις να ρίχνεις το επίπεδο της συζήτησης με βωμολοχίες!» ανταπάντησε ο Χεμ.
Ο Χανκ, του έβγαλε τη γλώσσα περιπαιχτικά, σαν τον κοροϊδεύει και αρχίζει να γελάει. Φαινόταν μεθυσμένος.
«Τον βλέπεις τι κάνει;» ρωτάει ο Χεμ τον Χόρχε.
«Τον βλέπω.» απάντησε με ηρεμία. «Αυτός είναι όμως. Και αυτός είναι αυτό που είναι. Όπως όλοι μας φίλε μου.»
Ο Χανκ συνεχίζει να γελάει και να πίνει και στρέφει το κορμί του στον καναπέ προς το μέρος μου.
«Άκουσε μικρέ, αν θες να έχεις έμπνευση να γράφεις, μια είναι η λύση. Μην προσπαθείς.»
Πίνει μια γερή γουλιά από το ποτήρι του και το δίνει στον Χεμ.
«Γέμισε το μου, έχω ρέντα απόψε…» του είπε.
Ο Αλμπέρ ακούγοντας την όλη συζήτηση τράβηξε το βλέμμα του από το παράθυρο που αγνάντευε και γυρίζει προς το μέρος τους, με σοβαρό ύφος.
«Δεν καταλαβαίνετε ότι μόνο όταν ανακαλύψει την ματαιότητα της ίδιας του της ύπαρξης θα νιώσει πραγματικά ελεύθερος. Τότε θα του έρθει και η έμπνευση.»
«Ωχ! Άρχισε πάλι. Ρε Χεμ βάλε του ένα ποτάκι μήπως και χαλαρώσει επιτέλους αυτός.» είπε ο Χανκ.
«Δεν θέλω, αλλά θα συμφωνήσω μαζί του. Νομίζω το χρειάζεσαι ένα ποτάκι Αλμπέρ.» είπε ο Χεμ.
«Ανίδεοι!» είπε ο Αλμπέρ, φανερά απογοητευμένος και γύρισε να κοιτάζει έξω από το παράθυρο και πάλι.
«Πιες ένα ποτάκι. Χαλάρωσε. Γάμησε και λίγο. Δεν είναι τα πάντα στη ζωή φιλοσοφία και πολιτική.» είπε ο Χανκ και άρχισε να γελάει.
Μαζί του γελούσε και ο Χεμ τώρα. Και έκανε και μια κίνηση να τσουγκρίσουν τα ποτήρια τους, επικροτώντας τον για την ατάκα που μόλις είχε πει.
Ο Χόρχε σηκώθηκε από το χαλί.
«Παιδιά εδώ πέρα ήρθαμε να εκφράσουμε τις απόψεις μας όσο διαφορετικές και να είναι μεταξύ τους, για να βοηθήσουμε μια κατάσταση. Όχι για να κοροϊδεύουμε ο ένας τον άλλον.» είπε στρέφοντας το βλέμμα του πάνω μου, ελπίζοντας ίσως, να πάρω θέση.
«Αυτά να τα πεις σε αυτούς.» είπε ο Αλμπέρ, αλλά δεν γύρισε προς το μέρος μας. Συνέχιζε να κοιτάει προς το αστικό τοπίο.
Ο Χεμ κάτι του απαντάει αλλά δεν είμαι σίγουρος τι. Ο Αλμπέρ του ανταπαντάει σε πιο έντονο ύφος. Ο Χόρχε μπαίνει στη μέση και προσπαθεί να ηρεμήσει τα πνεύματα. Ο Χανκ στο καναπέ μου, γελάει δυνατά. Το κλίμα έχει αρχίζει να δυναμιτίζεται. Κοντεύουν να πιαστούν στα χέρια. Ο Χόρχε ιδρώνει και προσπαθεί να τους χωρίσει. Εξαπολύουν κατηγορίες ο ένας για τον άλλον. Ο Χανκ δείχνει πραγματικά να το απολαμβάνει. Έχει πάρει το μπουκάλι αγκαλιά και έχει ξεκαρδιστεί στα γέλια. Η οχλαγωγία αυξάνεται γεωμετρικά. Βρισιές πετάγονται στον αέρα! Απειλές εξαπολύονται εκατέρωθεν. Ο Χανκ έχει αρχίζει να φωνάζει και να τους παροτρύνει να βαρέσουν ο ένας τον άλλον. Το κεφάλι μου πάει να σπάσει. Βρίσκομαι σε σύγχυση! Δεν μπορώ να συνειδητοποιήσω αυτό που γίνεται. Τι στο διάολο συμβαίνει; Έχω τρελαθεί; Μήπως έχω πεθάνει; Μήπως αυτό είναι η κόλαση τελικά; Ή μήπως ο παράδεισος; Ο Χόρχε αγκομαχάει να τους κρατήσει σε απόσταση για να μην βρεθούν σώμα με σώμα. Τους παρακαλεί να συνετιστούν. Ο Χανκ του λέει να κάνει στην άκρη, γιατί έχει τσογάρει λεφτά στο ποιος θα κερδίσει. Δεν έχω καταλάβει με ποιανού το μέρος είναι. Το κεφάλι μου συνεχίζει να πονάει και αρχίζω να νιώθω ταχυπαλμία. Ακούω τους παλμούς της καρδιάς μου να χτυπούν δυνατά μέσα στο κεφάλι μου: Ντουπ, ντουπ, ντουπ, ντουπ… Η φασαρία στο υπόβαθρο συνεχίζεται. Οι παλμοί αυξάνονται. Γυρίζω το βλέμμα μου προς την οθόνη του υπολογιστή. Ο κέρσορας του κειμενογράφου αναβοσβήνει ακόμα. Εξακολουθεί να με εκνευρίζει ο γαμημένος… Οι παλμοί αυξάνονται κι άλλο. Έχουν βαρέσει κόκκινο! Νιώθω τα βλέφαρα μου βαριά. Ένα ποτήρι εκσφενδονίζεται και σπάει στον τοίχο δίπλα από το κεφάλι μου! Τα θρύψαλα σκορπίζουν στον αέρα. Τα βλέφαρα μου κλείσανε…
Τώρα ακούω μόνο τους χτύπους της καρδιάς μου και την οχλαγωγία να απομακρύνεται σιγά σιγά. Σταμάτησε τελείως. Ησυχία. Μόνο την καρδιά μου ακούω να χτυπάει ήρεμα τώρα. Νιώθω κάτι υγρό στα χείλη μου. Δεν μπορώ να προσδιορίσω τι. Ανοίγω τα μάτια. Ο σκύλος είναι πάνω στο στέρνο μου και με γλείφει. Είμαι ξαπλωμένος στο κρεβάτι. Κοιτάζω το ρολόι στο κινητό μου. Τέσσερις και είκοσι. Χαράματα. Σηκώνομαι απότομα και πάω στο σαλόνι. Τα πάντα είναι τακτοποιημένα σαν να μην πάτησε κανείς το πόδι του. Τα μπουκάλια στο μπαρ γεμάτα ακόμη. Άδειο το σπίτι. Πάω στο μπάνιο και ρίχνω νερό στο πρόσωπό μου. Βγαίνω και κάθομαι στην καρέκλα του γραφείου. Ανοίγω τον υπολογιστή. Σε λίγα δευτερόλεπτα η οθόνη φωτίζεται. Ανοίγω το word. Ο κέρσορας είναι εκεί και αναβοσβήνει πάλι. Τουλάχιστον όμως, δεν με εκνευρίζει πια.
– Δαμιανός Λαουνάρος
11-12-2020
*Χανκ: Charles Bukowski
Χόρχε: Jorge Bucay
Αλμπέρ: Albert Camus
Χεμ: Ernest Hemingway