Αόρατος

Οικονομική κρίση… Τι εποχές κι αυτές; Θυμάμαι που γυρνούσα σαν το αγρίμι αναζητώντας λόγο ύπαρξης μέσα στο χάος που επικρατούσε. Πολλές φορές, για να πάω κόντρα σε όσα συνέβαιναν, ξόδευα τα λιγοστά μου χρήματα σε συνοικιακά μπαρ πίνοντας ως το πρωί παρέα με μπεκρήδες. Η γροθιά στο μαχαίρι δεν κατέληγε πουθενά αλλά τουλάχιστον, είχα την ψευδαίσθηση πως διατηρούσα τον έλεγχο και αυτό από μόνο του μου έδινε κουράγιο να συνεχίζω… Άλλοτε πάλι, όταν δεν είχα σάλιο πάνω μου, έπαιρνα το σαραβαλάκι της συγχωρεμένης της μάνας μου και έκανα βόλτες στον λιμάνι και στην Πειραϊκή αγναντεύοντας τη θάλασσα.
Ένα τέτοιο βράδυ, με τέσσερα ευρώ στη τσέπη και το λαμπάκι του αυτοκινήτου να παραπονιέται για την έλλειψη καυσίμου, ξεκίνησα από το σπίτι με προορισμό την Πειραϊκή. Οδηγούσα επί της οδού Γούναρη στο λιμάνι με σκοπό να στρίψω αριστερά στην Ακτή Ποσειδώνος αλλά η κίνηση με έκανε να αγχώνομαι πως θα τελειώσει η βενζίνη και δεν θα προλάβω να φτάσω. Παγιδευμένος στο φανάρι, αποδέχτηκα πως θα μείνω για να πάψω να αγχώνομαι. Κοιτούσα τον καθρέφτη του αυτοκινήτου και γελούσα νευρικά σε μια προσπάθεια να πνίξω την απογοήτευσή μου που δεν είχα τη δυνατότητα να μου καλύψω ούτε μια απλή βόλτα με το αμάξι…
Τριάντα μέτρα μακριά από μένα, κάτω από το φανάρι, είδα έναν γέρο με λιγδιασμένα γένια και κουρελιασμένα ρούχα. Κάθε που το φανάρι άναβε κόκκινο, πλησίαζε με αργό βήμα τα παράθυρα των οδηγών και κάτι τους έλεγε. Δεν μπορούσα να ακούσω τι ακριβώς. Σίγουρα όμως δεν ζητούσε απλά ελεημοσύνη. Ήταν σαν να αγόρευε! Κουνούσε τα χέρια του δεξιά και αριστερά με θεατρικότητα, σαν μαέστρος συμφωνικής ορχήστρας. Όλοι οι οδηγοί σκιάζονταν, έκλειναν τα παράθυρα γρήγορα και κάρφωναν το βλέμμα τους μακριά του. Αφού τον αγνόησαν κάμποσοι και τον προσπέρασαν άλλοι τόσοι, απογοητευμένος πήγε και κάθισε κάτω στο πεζοδρόμιο και δεν ξαναπλησίασε κανέναν. Όταν έφτασε η σειρά μου να σταματήσω μπροστά στο κόκκινο φανάρι άνοιξα το παράθυρο και τον κοίταξα. Με κοίταξε κι εκείνος αλλά δεν με πλησίασε.
«Καλά είσαι;» τον ρώτησα
«Προσπαθώ…» μου απάντησε.
Έπιασα τα τέσσερα ευρώ από την τσέπη και παρέτεινα το χέρι μου έξω. Σηκώθηκε από κάτω με δυσκολία και με πλησίασε. Άνοιξε το χέρι του και του ακούμπησα στην παλάμη τα δύο κέρματα
«Δεν είναι πολλά αλλά είναι όσα έχω…» του είπα απολογητικά.
Ο γέρος κοίταξε τα κέρματα και τα έβαλε στην τσέπη του γρηγορά.
«Ξέρεις…» μου είπε, κοιτώντας με κατάματα, «δεν είναι που τα έχω χάσει όλα αυτό που με πονάει… Είναι που δεν με βλέπει κανείς…Έχω γίνει αόρατος!»
Τα μάτια του βούρκωσαν συγκρατώντας τα δάκρυα με δυσκολία. Το φανάρι άναψε πράσινο. Από πίσω μου κόρναραν νευρικά για να ξεκινήσω.
«Κουράγιο!» πρόλαβα και είπα, έβαλα πρώτη και έστριψα αριστερά στην Ακτή Ποσειδώνος.
Έκτοτε τον φέρνω στο μυαλό μου κάθε φορά που σταματάω σε φανάρια. Κάθε φορά που νιώθω να έχω πιάσει πάτο. Κάθε φορά που νιώθω πως ο πάτος είναι απύθμενος. Έψαξα πολλές φορές στο ίδιο σημείο για να τον βρω. Έψαξα και αλλού και ακόμα ψάχνω… Δεν τον βρήκα αλλά κατάφερα να δω άλλους αόρατους. Και δεν πρόλαβα ποτέ μου να τον ευχαριστήσω για αυτό…

-Δαμιανός Λαουνάρος

share this:

Facebook
Twitter
Scroll to Top