Με έντυνε, με στόλιζε και με έπαιρνε μαζί της στην εκκλησία της γειτονιάς απ’ όταν άρχιζαν οι χαιρετισμοί. Αν και δεν ήθελα να πάω, δεν γκρίνιαζα γιατί κατά βάθος μου άρεσε να περνάω χρόνο μαζί της. Μου έδινε το βιβλιαράκι με τους ψαλμούς και ανεβαίναμε στον γυναικωνίτη. Την θαύμαζα που την έβλεπα να διαβάζει το δικό της με ευλάβεια! Εγώ πάλι δεν καταλάβαινα Χριστό! Ήμουν 6 ή 7 χρονών και δεν πήγαινε και πολύς καιρός που είχα μάθει να διαβάζω. Πιθανόν είχε μεγαλύτερες απαιτήσεις από τον γιο της…
Από ένα σημείο και μετά, το έπαιρνα απόφαση. Παρατούσα την προσπάθεια και ψηλάφιζα το μικρό παχύ βιβλιαράκι με την εικόνα της Παναγίας στο εξώφυλλο για να περάσει η ώρα. Έπειτα άφηνα το βλέμμα μου να περιπλανηθεί στο χώρο. Αναγνώριζα μερικές γειτόνισσες μες στο πλήθος των πιστών και κοιτούσα να δω αν έχουν φέρει μαζί τα παιδιά τους. Μόλις εντόπιζα ένα, προσπαθούσα να το μαγνητίσω με το βλέμμα μου για να συναντηθούν οι ματιές μας. Συναντιόντουσαν πάντα! Χαμογελούσαμε πονηρά και οι δύο. Σχεδόν ταυτόχρονα, την επόμενη στιγμή, τραβούσαμε το μανίκι της μητέρας και ζητούσαμε άδεια με παραπονιάρικο ύφος να μας επιτρέψει να βγούμε για λίγο έξω στην πλατεία να παίξουμε. Υποδεικνύαμε φειδωλά με το δάχτυλο ο ένας τον άλλον για να ελαχιστοποιήσουμε τις πιθανότητες αρνητικής απάντησης. Το κόλπο αυτό έπιανε τις περισσότερες φορές, με μόνη επισήμανση να προσέχουμε να μην λερώσουμε τα ρούχα μας. Δίναμε την υπόσχεσή μας πως θα προσέχουμε και ξεκινούσαμε ο καθένας από τη μεριά του να περπατάμε ήσυχα προς τις σκάλες. Μόλις συναντιόμασταν όμως, κατεβαίναμε τα σκαλιά πηδώντας τα δυο-δυο, ενώ τα αυστηρά βλέμματα των ηλικιωμένων μας κάρφωναν επικριτικά.
Δεν υπήρχαν και πολλά πράγματα να κάνουμε στην πλατεία. Σκαρφαλώναμε σε κανένα δέντρο ή πετούσαμε πέτρες στο μικρό σιντριβάνι που υπήρχε παραδίπλα. Η αίσθηση της ελευθερίας όμως, επειδή κάναμε αυτό που θέλαμε, ήταν το πιο γλυκό αντίδωρο για μας. Τόσο γλυκό που με έκανε να πιστεύω πως πήγαινα στην εκκλησία για αυτά τα λίγα λεπτά ελευθερίας. Σαν να επιμένεις να φοράς ένα στενό παπούτσι κάθε τόσο, μόνο και μόνο για την ανακούφιση που θα νιώσεις όταν το βγάλεις…
Όσο πλησιάζαμε προς το Πάσχα οι επισκέψεις στην εκκλησία αυξάνονταν. Κάποιες φορές την σκαπούλαρα και δεν πήγαινα αλλά την Μεγαλοβδομάδα δυσκόλευαν τα πράγματα. Όλη η οικογένεια νήστευε. Όχι τίποτα το ακραίο. Το κρέας μοναχά εκτός από μια-δυο φορές που οι γονείς μου νήστεψαν σαράντα μέρες. Το σπίτι ολόκληρο μύριζε από φρεσκοψημένα κουλούρια. Aν και ποτέ δεν μου άρεσαν τα γλυκίσματα, απολάμβανα την διαδικασία της ζύμωσης. Στα παιδικά μου μάτια, τα κουλούρια ήταν μια περίτεχνη κατασκευή από πλαστελίνη! Από την καλή μάλιστα, την playskool, που ήταν ακριβή και σπάνια μας αγόραζαν. Η μάνα μου δεν με άφηνε να τα αγγίζω γιατί θα της λέρωνα τους τοίχους με τα λαδωμένα χέρια μου. Ένα απόγευμα δεν άντεξα όμως και όπως ήταν μέσα στο ταψί τα άψητα κουλουράκια για να μπουν στο φούρνο, όρμησα κατά πάνω τους και άρχισα να τα αρπάζω με μανία και να τα εκσφενδονίζω ένα-ένα. Μου είχε καρφωθεί η ιδέα πως αν τα πετάξω με δύναμη θα κολλούσαν πάνω στον τοίχο σαν βεντούζα. Τελικά δεν κόλλησαν και το μόνο που κατάφερα ήταν να με κυνηγάει η μάνα μου σε όλο το σπίτι για να μου τις βρέξει. Χώθηκα μάλιστα κάτω από τραπέζι του σαλονιού για να μην με πιάσει. Προσπαθούσε να τραβήξει τις καρέκλες αλλά εγώ τις κρατούσα από τα πόδια και δεν της άφηνα περιθώριο να με πλησιάσει και γελούσα κακαριστά. Στο τέλος έπιασε μια ζώνη του μεγάλου μου αδερφού και εξαπέλυσε μια λωριδιά προς το πόδια μου που προεξείχαν. Το σημάδι στο γόνατο το έχω ακόμα αλλά άξιζε τον κόπο…
Το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου, όλο το σόι μαζευόταν σπίτι μας περιμένοντας για την Ανάσταση. Εγώ τρύπωνα στην κουζίνα και τσιμπούσα στα κρυφά από τα φαγητά που είχαν ετοιμάσει και μοσχομύριζαν. Όλοι θύμωναν μαζί μου και μου φώναζαν που δεν έκανα υπομονή μέχρι τα μεσάνυχτα αλλά ο πατέρας με υπερασπιζόταν, λέγοντας πως η πρώτη Ανάσταση είχε γίνει και τσιμπούσε κι αυτός λίγο κρεατάκι κλείνοντάς μου το μάτι. Μετά παίρναμε τις λαμπάδες μας και πηγαίναμε στο ανθοπωλείο του γείτονα στη γωνία που ήταν κοντά στην εκκλησία και συγχρόνως μακριά από το συνωστισμό. Οι μεγάλοι προσπαθούσαν να ακούσουν από τα μεγάφωνα της πλατείας τα λόγια της Θείας Λειτουργίας, Εγώ ως συνήθως κοιτούσα να βρω κανέναν φίλο μου μέσα στον όχλο. Η Ανάσταση γινόταν μέσα σε ένα καταιγισμό από βαρελότα! Οι γονείς έτρεχαν να προμηθευτούν το Άγιο Φως ενώ φιλιά και ευχές εξαπολύονταν στον αέρα! Ακόμα και άγνωστες κυράδες που πρώτη φορά τις έβλεπες μπροστά σου, και που μύριζαν ναφθαλίνη μέσα στα ξεχασμένα από τη ντουλάπα τους παλτά, σε άρπαζαν και σε φιλούσαν σαλιώνοντας σου το μάγουλο… Μέχρι να επιστρέψεις σπίτι, το πρόσωπό σου είχε γεμίσει ξεφτισμένο κόκκινο κραγιόν από τα φιλιά που είχες δεχθεί. Έπρεπε να το περάσεις όλο αυτό για να φτάσεις στην Γη της Επαγγελίας που ήταν το φαγοπότι που σε περίμενε. Το τσούγκρισμα των αυγών με τα ξαδέρφια, η μαγειρίτσα, το καλοψημένο κρέας στο φούρνο… Η Κυριακή του Πάσχα ήταν μια συνέχεια του Μεγάλου Σαββάτου χωρίς να χρειαστεί να πας εκκλησία. Ψήσιμο στα μπαλκόνια και τις ταράτσες, πολύ φαγητό, κουβέντες και οικογενειακά αστεία… Και τέλος, αυτό ήταν το Πάσχα. Καμία Ανάσταση! Ούτε καν πνευματική…
Μεγαλώνοντας σταμάτησα να την προσδοκώ. Πάει καιρός από τότε που έφυγε η μάνα μου και στην εκκλησία πηγαίνω μόνο το Δεκαπενταύγουστο για να ανάψω ένα κερί για εκείνη. Δεν θυμάμαι πότε νήστεψα τελευταία μου φορά και το πιο κοντινό σε ψαλμούς που διαβάζω είναι ο Ντοστογιέφσκι. Το μεγάλο Σάββατο δεν πρόκειται να βγω από το σπίτι ούτε για να πάρω το Άγιο Φως! Θα κάνω παρέα με τα σκοτάδια μου μήπως και καταφέρω να τα αγκαλιάσω… Εξακολουθώ να μην τρώω κουλουράκια αλλά που και που μου αρέσει να πετάω τη ζύμη στο τοίχο. Και αυτό είναι ο δικός μου τρόπος να γιορτάζω την Ανάσταση.
-Δαμιανός Λαουνάρος