Τον γνώρισα ένα απόγευμα, σε μια αλάνα κοντά στο σπίτι του, δίπλα από τις γραμμές των τραίνων. Παίξαμε για κάμποση ώρα κλωτσώντας μια λαστιχένια μπάλα, και κάτι τρελά κοκόρια που ήταν αμολημένα εκεί, έτρεχαν κακαρίζοντας ανάμεσα στα πόδια μας. Γελούσαμε σαν μην υπάρχει αύριο! Ύστερα, χωρίς να ανταλλάξουμε ονόματα, σαν να γνωριζόμασταν από καιρό, πήγε ο καθένας σπίτι του και δεν τον ξανά είδα για χρόνια.
Σαν έφηβος πια, ήρθε ως καινούριος μαθητής στο φροντιστήριο Αγγλικών της γειτονιάς μου. Η δασκάλα μας τον σύστησε με το όνομά του. Κανείς στην τάξη όμως δεν τον φώναζε έτσι. Ούτε στο γυμνάσιο ούτε και στο λύκειο αργότερα. Όλοι τον φώναζαν Κόκορα. Πιθανόν λόγω του επίθετού του που ήταν κάπως περίεργο. Δεν τον ρώτησα ποτέ πως του βγήκε το παρατσούκλι. Άλλωστε στο μυαλό μου, το είχα συνδυάσει με την πρώτη μας γνωριμία και τα κοκόρια που έμεναν κοντά στην αλάνα του σπιτιού του.
Ο Κόκορας λοιπόν ήταν ένα χρόνο μεγαλύτερός μου. Πολύ ψηλός για την ηλικία του, κοντά στο 1.90. Αδύνατος αλλά όχι κοκαλιάρης. Ήταν γνήσιο παιδί της αλάνας. Σκληραγωγημένο. Από αυτά που σπάνια συναντάς σήμερα. Σαν μαθητής ήταν εύστροφος αλλά όχι ιδιαίτερα επιμελής. Κανείς δάσκαλος όμως δεν μπορούσε να του κακιώσει για αυτό. Όπως επίσης και κανείς άλλος στο σχολείο. Όλοι τον συμπαθούσαν. Ήταν από εκείνους τους ελάχιστους ανθρώπους, που έχουν μια θεατρικότητα στις κινήσεις τους και στον τρόπο που μιλάνε. Σαν να έβλεπες μια αρχαία τραγωδία να ξεδιπλώνεται μπροστά στα μάτια σου κι εσύ να είσαι ο προνομιούχος θεατής που κάθεται στην πρώτη θέση. Το χιούμορ του ήταν ιδιαίτερο αλλά ευφυέστατο και το χαμόγελό του αληθινό και καθαρό, σαν τα πρώτα χιόνια του χειμώνα. Όλοι επιθυμούσαν να είναι φίλοι του. Και ίσως όλοι να ήμασταν γιατί ποτέ δεν έμαθα αν είχε κάποιο κολλητό. Κάποιον επιστήθιο φίλο. Ήταν σαν να άνηκε σε όλους μας και σε κανέναν συγχρόνως…
Τα χρόνια πέρασαν και μετά το σχολείο χαθήκαμε όπως χάνονται όλοι για ασήμαντους λόγους. Ένα απόγευμα δέχθηκα ένα μήνυμα στο Facebook από ένα φίλο που ούτε καν ήξερα πως είχα γιατί το όνομά του δεν μου θύμιζε κάτι.
«Τι κάνεις ρε Λάου;» με ρωτούσε στο μήνυμα.
Άνοιξα την φωτογραφία να δω ποιος ήταν. Τότε αναγνώρισα το λεπτό με γωνίες πρόσωπο του Κόκορα και ένα χαμόγελο πήρε θέση απ’ άκρη σ ’άκρη στα χείλια μου.
«Καλά είμαι εγώ. Εσύ τι κάνεις εσύ; Που είσαι; Που βρίσκεσαι;» πληκτρολόγησα αμέσως, κατακλύζοντας τον με ερωτήσεις, προσδοκώντας ίσως να κανονίσουμε για κανένα καφέ.
«Space, Earth, Europe, Cyprus, Limassol…» ήταν η απάντηση του και με ξάφνιασε.
Μου φάνηκε σαν γρίφος. Σαν κάτι να ήθελε να μου πει, πέρα από το προφανές, κι εγώ έπρεπε να το αποκωδικοποιήσω. Δεν τον ρώτησα αν εννοούσε κάτι άλλο για να μην φανώ βλάκας…. Μου είπε άλλωστε, πως πλέον έμενε και εργαζόταν στην Κύπρο αλλά δεν μου ανέφερε ή δεν ρώτησα τι δουλειά έκανε. Ύστερα χαιρετηθήκαμε ανταλλάσσοντας ένα τυπικό μήνυμα και συνέχισα τη μέρα μου σκεπτόμενος πως θα μπορούσα να τον είχα ρωτήσει…
Μετά από μερικούς μήνες, το Facebook είχε γεμίσει από ποσταρίσματα πένθους… Ο Κόκορας είχε ξαφνικά πεθάνει! Η οικογένειά του, οι φίλοι του, οι γνωστοί του, όλοι θρηνούσαν… Σκέφτηκα να τους στείλω μήνυμα να ρωτήσω τι έγινε. Να μάθω πως; Πότε; Γιατί; Δεν το έκανα… Μετά από μέρες, κάποιος στη γειτονιά μου είπε πως είχε αυτοκτονήσει. Δεν διασταύρωσα την εγκυρότητα αυτής της πληροφορίας. Δεν είχε καμία σημασία πλέον. Ο θάνατος είναι θάνατος όπως κι αν έρθει. Τι κι αν τα κοκόρια δεν πετούν… Αυτός είχε ανοίξει τα φτερά του κι είχε πετάξει μακριά απ’ όλους… Ο μοναδικός που τα κατάφερε!
~Δαμιανός Λαουνάρος