Παραμιλούσα τόσο δυνατά που κατάφερα να με ξυπνήσω. Έβλεπα στον ύπνο μου πως ήμουν στο νησί, κι είχα προσλάβει μια κοπέλα από την Αυστραλία, η οποία είχε έρθει για δουλειά τόσο σκνίπα από το μεθύσι, που ξερνοβολούσε όπου σταθεί και όπου βρεθεί…
«Go home! Get some rest and we’ll talk about it tomorrow…» της έλεγα.
«No, I’m fine! I can work! » μου φώναζε αυτή και οι κόρες των ματιών της είχαν διασταλεί σαν μπάλες του ping pong.
«Go home! Get some rest and we’ll talk about it tomorrow…» επέμενα εγώ σε πιο αυστηρό ύφος.
Και επαναλαμβανόταν αυτή η στιχομυθία ξανά και ξανά ώσπου άνοιξα τα μάτια μου λουσμένος με κρύο ιδρώτα φωνάζοντας « Go home, go home..» σαν το Ε.Τ. τον εξωγήινο από την ομώνυμη ταινία.
Σηκώθηκα και κοίταξα το ρολόι. Ήταν 4:04. Ξεφύσησα και ξεκίνησα παραπατώντας για να πάω τουαλέτα. Γύρισα πάλι στο κρεβάτι και προσπάθησα να κοιμηθώ. Μάταιος κόπος! Με κάποιον αυτόματο μηχανισμό, το μυαλό μου προσπαθούσε να εντοπίσει την πηγή που γέννησε τον εφιάλτη που είδα. Και δεν ήταν και πολύ δύσκολο για να το κάνει…
Μόλις πριν λίγους μήνες βρισκόμουν στο νησί και είχα τη γιορτή μου. Βασικά, θα ξημέρωνε η γιορτή μου και θα με έβρισκε να δουλεύω παρέα με μεθυσμένους από όλη την υφήλιο! Δεν δίνω σημασία σε τέτοιους εορτασμούς… Τις θεωρώ μια μέρα σαν όλες τις άλλες. Εγώ μάλιστα θεωρούμαι τυχερός από πολλούς, μιας και γιορτάζω δυο φορές το χρόνο. Μια το Νοέμβριο και μια τον Ιούλιο. Από μικρός όμως, το νταβαντούρι γινόταν τον Νοέμβριο μιας και την ίδια μέρα με την ονομαστική μου εορτή, η μητέρα μου είχε τα γενέθλια της και τα γιορτάζαμε μαζί. Μετά όμως, αφού πέθανε νωρίς, αποφάσισα να μην ξανά γιορτάσω Νοέμβριο, γιατί μου φαινόταν μακάβριο και οξύμωρο. Τουλάχιστον αυτό προσπάθησα, γιατί πολλοί συγγενείς και φίλοι ακόμα με παίρνουν να μου ευχηθούν αγνοώντας τον λόγο που δεν γιορτάζω.
Ήμουν στο νησί λοιπόν, η σεζόν είχε ξεκινήσει για τα καλά και το κλαμπ είχε ρολάρει και ήταν γεμάτο ασφυκτικά κάθε βράδυ. Η ουρά αναμονής για να μπεις μέσα έφτανε στα 50 μέτρα. Εκείνο το βράδυ πήγα από νωρίς στο μαγαζί και κάθισα μοναχός μου απολαμβάνοντας για λίγο την ηρεμία πριν τη φουρτούνα. Έβαλα ένα σφηνάκι το ήπια και μετά έβαλα ένα ακόμα. Κοίταξα την ώρα. Πλησίαζε μεσάνυχτα. Το κατέβασα μονοκοπανιά και μου ευχήθηκα νοερά μια ώρα αρχύτερα. Μετά το προσωπικό άρχισε να καταφθάνει. Οι πόρτες του κλαμπ άνοιξαν και ο κόσμος ξεκίνησε να μπαίνει και να απολαμβάνει τα πρώτα ποτά του.
Όλα κυλούσαν ομαλά ώσπου με την άκρη του ματιού μου παρατήρησα έναν ξανθό τύπο στη γωνιά του μπαρ να κατεβάζει το ποτό του μονορούφι και να καμαρώνει σαν το κοκόρι στο κοτέτσι. Πιθανολογώ πως ήταν Σκανδιναβός. Ο πιτσιρικάς στο μπαρ που τον εξυπηρέτησε, χαμογελούσε και τον επικροτούσε για το κατόρθωμά του. Μετά ο τύπος του ζήτησε ακόμα ένα ποτό. Ο πιτσιρικάς το σέρβιρε και ακολούθησε πάλι το ίδιο σκηνικό. Ο τύπος να κοκορεύεται και ο πιτσιρικάς να επικροτεί και να χαμογελάει. Πλησίασα τον πιτσιρικά και του πρότεινα να πει στον τύπο να μην πίνει το ποτό του μονορούφι. Ο πιτσιρικάς γύρισε και με κοίταξε με απορία. Δεν μπορούσε να δει αυτό που έβλεπα εγώ να έρχεται… Δεν μου έφερε αντίρρηση και τον συμβούλευσε να πίνει το ποτό του πιο αργά. Εκείνος ξαφνιάστηκε και τον κοίταξε με ένα σουρωμένο βλέμμα. Μετά κοίταξε εμένα που τον παρατηρούσα. Χαμήλωσε το βλέμμα γρήγορα και άρχισε να πίνει χαλαρά το ποτό του.
Ο κόσμος άρχισε να γεμίζει το μαγαζί και όλο το προσωπικό μαζί με εμένα, τρέχαμε πανικόβλητοι να εξυπηρετήσουμε τους πελάτες. Είχα ξεχάσει τον τύπο στη γωνία… Λογικά με είχε ξεχάσει κι αυτός κοπανώντας τα ποτά του μονορούφι το ένα μετά το άλλο. Και πάνω που το μαγαζί φράκαρε από την πολυκοσμία, με φωνάζει ο σερβιτόρος στη γωνία να μου πει κάτι.
«Αυτός ο τύπος ξέρασε στον νιπτήρα της τουαλέτας! Το σιφόνι έχει βουλώσει, τα νερά έχουν ανέβει μέχρι επάνω!» μου είπε και μου έδειξε τον ξανθομπάμπουρα. Τώρα παραπατούσε, ζάντα από το μεθύσι, και ετοιμαζόταν εκτοξεύσει ρουκέτες προς πάσα κατεύθυνση.
Είχε γίνει αυτό που φοβόμουν! Το πεπρωμένο φυγείν αδύνατο! Αφού κανόνισα με συνοπτικές διαδικασίες να συνοδεύσουν έξω τον ξανθομπάμπουρα, προσπάθησα να μπω στη τουαλέτα να επιθεωρήσω τη ζημιά… Μόνο εύκολο δεν ήταν! Ο προθάλαμος ήταν φίσκα από τον νεανίες που αδημονούσαν να ξελαφρώσουν την κύστη τους. Τους εξήγησα τι συνέβαινε και τους ζήτησα να αποχωρήσουν για λίγα λεπτά για να επιληφθώ του θέματος. Όταν το αντίκρυσα όμως το μετάνιωσα… Ο νιπτήρας ήταν στα πρόθυρα να ξεχειλίσει από τα νερά, και μέσα του επέπλεαν ό,τι μπορεί να φανταστεί ο ανθρώπινος νους πως μπορεί να βρίσκεται στο στομάχι ενός μεθυσμένου Σκανδιναβού που έχει έρθει για διακοπές στα Ελληνικά νησιά. Κομματάκια από κρέας, λουκάνικα, σφολιάτες, ζαμπόν, κρεμμύδια, ντομάτες, πατάτες, μαρούλια, λάχανα, πιπεριές, τρίχες, καπότες, αράχνες, σερβιέτες… Ο τύπος πρέπει να κατάφερε να βγάλει από μέσα του ακόμα και προπέρσινα φαγητά που αγνοούσε πως είχε καταναλώσει! Η μυρωδιά ήταν τόσο αποπνικτική που σου έδινε την εντύπωση πως είχες ανοίξει φέρετρο θαμμένο για αιώνες στα έγκατα της Γης!
Μου ήρθε αναγούλα από την αηδία! Έστρεψα το βλέμμα μου αλλού και κατάφερα να συγκρατηθώ. Βγήκα έξω, κατακίτρινος σαν παλιά εφημερίδα, και ζήτησα να μου φέρουν μια σακούλα σκουπιδιών και δυο μάσκες προστασίας από τον Covid. Τα πιτσιρίκια που περίμεναν να κατουρήσουν, ανασκουμπώνονταν αλλά δεν τολμούσαν να μου πουν κάτι. Καλά έκαναν γιατί δεν ήθελα και πολύ για να ξεσπάσω… Πήρα τις δυο μάσκες και τις φόρεσα τη μια πάνω από την άλλη. Πήρα και τη σακούλα, την άνοιξα και τη φόρεσα στο χέρι μου μέχρι επάνω στον ώμο σαν μανίκι. Μπήκα μέσα και ξεκίνησα το ξεβούλωμα.
Δεν θυμάμαι πόση ώρα πάλευα με το θηρίο… Θυμάμαι πως μάζευα ένα-ένα τα κομματάκια, αναγούλιαζα, έβριζα, βλαστημούσα την τύχη μου, γελούσα νευρικά… Κάποια στιγμή το σιφόνι φάνηκε να ξεφράζει και η στάθμη του νερού να κατεβαίνει. Με ειδοποιήσαν όμως από το μπαρ πως με χρειάζονταν γιατί είχε πλακώσει δουλειά πάλι. Έβγαλα τη “στολή” μου και βγήκα από τη τουαλέτα. Είπα στον σερβιτόρο να κάτσει εκεί μπάστακας, και μην αφήσει κανέναν να πλύνει τα χέρια του στον νιπτήρα μέχρι να κλείσει το μαγαζί! Πήγα πίσω από το μπαρ και έβαλα αντισηπτικό μέχρι και στα ρουθούνια μου! Συνέχισα να σερβίρω με προσποιητό χαμόγελο μέχρι τις 6 το πρωί.
Στο τέλος της βάρδιας έκανα άλλη μια επιθεώρηση της ζημιάς. Η στάθμη είχε κατέβει αισθητά αλλά μια εναπομένουσα μάζα, αν και εμφανώς λιγότερη, συνέχισε να υφίσταται και να βρομάει. Ο συνέταιρός μου είπε να μην αγχώνομαι γιατί θα καθάριζε ό,τι είχε απομείνει το συνεργείο καθαρισμού που ερχόταν κάθε μέρα στις 8 το πρωί. Έφυγα και πήγα σπίτι με αυτή τη σκέψη. Έκανα ένα κρύο ντους και έπεσα ξερός.
Σε λίγες ώρες ήμουν πάλι στο μαγαζί γιατί είχαμε παραλαβή κάβας. Το μαγαζί ήταν πεντακάθαρο όταν άνοιξα τις πόρτες και χάρηκα με αυτό. Μόλις όμως πήγα τρέχοντας στην τουαλέτα μου κόπηκε η χαρά… Η στάθμη του νερού είχε κατέβει τελείως αλλά το συνονθύλευμα του εσωτερικού κόσμου του ξανθομπάμπουρα, ήταν εκεί! Βρομούσε και έζεχνε!
Ακολούθησαν πολλά τηλεφωνήματα που δεν έβγαλαν πουθενά. Δικαιολογίες που δεν έστεκαν. Υπεκφυγές που με εκνεύρισαν. Μπινελίκια που εξαπολύονταν στον αέρα. Η κατάληξη ήταν προδιαγεγραμμένη. Φόρεσα και πάλι τη “στολή” μου και άρχισα να μαζεύω ένα-ένα τα κομματάκια εμετού αλλά και της ψυχής μου μαζί… Αυτή την φορά δεν άντεξα και ξέρασα κι εγώ. Τουλάχιστον είχα το μυαλό να πάω μέχρι την τουαλέτα και δεν χρειάστηκε να μαζεύω και τα δικά μου…
Έκανα ένα διάλειμμα και βγήκα έξω, χλωμός και καταϊδρωμένος, γιατί διψούσα. Άνοιξα ένα παγωμένο μπουκάλι νερό να δροσιστώ και έριξα και λίγο στο μέτωπό μου για να ξελαμπικάρω. Εκείνη τη στιγμή χτύπησε το κινητό μου. Είχα μήνυμα στην ομαδική συνομιλία που έχω στο messenger, από τους φίλους μου στην Αθήνα. Μου εύχονταν όλοι με ένα στόμα και μια φωνή τα χρόνια πολλά. Δεν απάντησα. Ύστερα κανόνισαν μεταξύ τους να βρεθούν και να πάνε για ποτό γιατί ήταν Παρασκευή. Φόρεσα τη “στολή” και μπήκα πάλι στη τουαλέτα.
Η αναμόχλευση στο υποσυνείδητό μου για την γέννηση αυτού του εφιάλτη είχε ως αποτέλεσμα να μην με πάρει ο ύπνος. Κατά τις 7, το πήρα απόφαση και σταμάτησα να προσπαθώ. Σηκώθηκα από το κρεβάτι, έφτιαξα έναν καφέ και άρχιζα να διαβάζω ένα λογοτεχνικό περιοδικό.
Γύρω στις 10 μου ήρθε μια ειδοποίηση πως είχα μήνυμα στη επίσημη σελίδα του κλαμπ στα social. Το άνοιξα και άρχισα να το διαβάζω στη οθόνη του κινητού μου. Μια 20άχρονη Αγγλιδούλα μου ζητούσε δουλειά για το κλαμπ το καλοκαίρι και μου αράδιαζε όλα αυτά που ήξερε να κάνει. Πληκτρολόγησα ένα «προσλαμβάνεσαι» και της το έστειλα…
«Τουλάχιστον αυτή δεν είναι από την Αυστραλία όπως στο όνειρό μου…» σκέφτηκα και άρχισα να γελάω κακαριστά.
Ήπια μια γουλιά από τον καφέ μου και συνέχιζα να διαβάζω το περιοδικό.
~Δαμιανός Λαουνάρος